Ο
προβληματισμός μου όλα αυτά τα χρόνια που πέρασαν, ήταν αν οι αντίπαλοι του Χίτλερ σ’ αυτό τον πόλεμο, γνώριζαν την μοίρα των
αιχμαλώτων τους και αν επεδίωξαν να τους ελευθερώσουν, έτσι ώστε να γυρίσουν
πίσω στην πατρίδα τους. Η προσωπική μου άποψη, μέσα απ’ όλα αυτά που έζησα,
ήταν ότι τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη δεν είχαν γνώση των συνθηκών διαβίωσης
των αιχμαλώτων. Σε αντίθετη περίπτωση, τουλάχιστον έτσι πίστευα, θα έπρεπε να
κάνουν ένα σοβαρό διάβημα διαμαρτυρίας, ή μια προσπάθεια να τους δώσουν την
ελευθερία τους. Για το λόγο αυτό μελέτησα όσα βιβλία μπόρεσα να βρω στα
ελληνικά βιβλιοπωλεία και αφορούσαν το Χίτλερ, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τη
γενικότερη κατάσταση που επικρατούσε στη Γερμανία τα χρόνια 1937-1945. Στην
συνέχεια παραθέτω με συντομία τα αποτελέσματα της έρευνάς μου που οφείλω να
ομολογήσω, ότι με κατέπληξαν.
Η μεγάλη αντιπάθεια που έτρεφε για τους Εβραίους οφειλόταν στο ότι τους θεωρούσε υπεύθυνους για την ήττα της Γερμανίας στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο και την «εξευτελιστική συνθήκη» που υπεγράφη στη συνέχεια. Ένοχος θεωρούνταν ο Εβραίος Υπουργός Εξωτερικών (Βάλτερ Ρατενάου) που πρωτοστάτησε στην υπογραφή της συνθήκης. Βασιζόμενος σ’ αυτό το γεγονός ο Χίτλερ κατηγόρησε[3] συνολικά τους Εβραίους ως «εχθρούς του κράτους».
Οι στρατιώτες του γερμανικού κράτους είχαν απόλυτη εμπιστοσύνη στον αρχηγό τους[4] και τον ακολουθούσαν πιστά σε όλες τις ενέργειές του. Αρκετοί από τους πολίτες της Γερμανίας τον στήριζε και πίστευε σ’ αυτόν[5]. Ο προσωπικός του γιατρός φρόντιζε να του καταστέλλει την υπερκόπωση με σκευάσματα, έτσι ώστε να δουλεύει ώρες ατελείωτες[6]. Σε ορισμένους από τους αρχηγούς των SS, ο Χίτλερ εμπιστεύτηκε την δημιουργία των πρώτων στρατοπέδων συγκέντρωσης κρατουμένων. Αυτά ξεκίνησαν να δημιουργούνται από το έτος 1933, όταν δηλαδή ανέλαβε ο ίδιος την εξουσία. Κατασκευάστηκαν από τις τοπικές αρχές και σκοπός τους ήταν ο εγκλεισμός των πολιτικών κρατουμένων και των ανεπιθύμητων ατόμων. Τα μεγαλύτερα εξ αυτών ήταν : το Νταχάου (1933), το Ζαξενχάουζεν (1936), το Μπούχενβαλντ (1937), το Φλόσενμπεργκ (1938), το Μαουτχάουζεν (1938) και το Ράβενσμπρικ (1939). Από το έτος 1938 και μετά, οι ναζί εκμεταλλεύονταν τους κρατουμένους σε καταναγκαστική εργασία, γιατί είχαν πειστεί ότι η εργασία δρα καταπραϋντικά σ’ ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης. Αργότερα κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, οι πολιτικοί κρατούμενοι αλλά και αιχμάλωτοι πολίτες άλλων κρατών, προωθήθηκαν βιαίως σε εργοστάσια κατασκευής πολεμικού υλικού, σε οικοδομικές και αγροτικές εργασίες. Σ’ αυτά τα στρατόπεδα, από την ημέρα κατασκευής τους, «φιλοξενούνταν» χιλιάδες κρατούμενοι[7].
Η ύπαρξη των στρατοπέδων συγκέντρωσης πρέπει να ήταν γνωστή στην Ευρώπη αλλά και στις ΗΠΑ την περίοδο του πολέμου. Αλλά και οι Γερμανοί πολίτες θα πρέπει να γνώριζαν, τουλάχιστον τυπικά, τι συνέβαινε στην ίδια τους τη χώρα. Καθημερινά συλλαμβάνονταν γείτονές τους, που δεν τους έβλεπαν ποτέ ξανά. Άδειαζαν καθημερινά ολόκληρες συνοικίες και στα οικήματα αυτά μεταφέρονταν γερμανοί πολίτες από άλλες περιοχές της χώρας. Αυτοί τουλάχιστον δεν αναρωτήθηκαν ποτέ τι συνέβη στους ανθρώπους που έμεναν μέχρι τότε σ΄ αυτά τα σπίτια και για ποιο λόγο το καθεστώς τους μετακινούσε μέσα στη χώρα τους;
Είναι γεγονός ότι η ύπαρξη των στρατοπέδων συγκέντρωσης και οι συνθήκες που επικρατούσαν στα στρατόπεδα προσπάθησαν να καλυφθούν από τους Γερμανούς αξιωματούχους. Υπήρχε πληθώρα γερμανών πολιτών που δούλευε στα στρατόπεδα, συγκέντρωσης και ήξερε με κάθε λεπτομέρεια τι διαδραματιζόταν καθημερινά στον τόπο εργασίας τους. Ήταν άνθρωποι με αισθήματα, με λογική, με ευαισθησίες; Γιατί δεν ανέφεραν στις οικογένειές τους τι συνέβαινε; Ίσως επειδή είχαν το φόβο της αντίδρασης από τους ανθρωπιστές Γερμανούς πολίτες. Ίσως επειδή ήταν αφοσιωμένοι στο Χίτλερ και στις ιδέες που εκπροσωπούσε. Ίσως γιατί ήταν «υποχρεωμένοι να πειθαρχήσουν», όπως ισχυρίζονταν, για το καλό της χώρας τους και κατά συνέπεια για το δικό τους καλό.
Ο Αμερικανός
δημοσιογράφος Ουίλιαμ Σίρερ,
φωτογραφία του 1960
|
Η μαρτυρία του είναι ιδιαίτερα σημαντική αφού περιγράφει όλα τα νέα, μέρα με τη μέρα, σε επίπεδο αρχηγών κρατών, κάνει ανταποκρίσεις από το Βερολίνο, το Μόναχο, την Πράγα, τη Βαρσοβία, τη Γιουγκοσλαβία, το Λονδίνο, την Ουάσινγκτον, το Παρίσι. Βλέπει ότι τα σύννεφα του πολέμου στην Ευρώπη πλησιάζουν[8]. Επισημαίνει ότι ο Γερμανικός λαός αντιλαμβάνεται τις προθέσεις του Χίτλερ[9] και δεν επιθυμεί η χώρα του να εμπλακεί σε πόλεμο.
Περιγράφει τη «χαλαρή» στάση της Βρετανίας και της Γαλλίας στις αξιώσεις του Χίτλερ εναντίον της Τσεχοσλοβακίας[10]. Παρακολουθεί τις συνεδριάσεις στη Βουλή των Κοινοτήτων στο Λονδίνο και την προφητική αναφορά του Τσώρτσιλ[11] για τις επεκτατικές βλέψεις του Χίτλερ. Αναφέρει την κατάληψη της Τσεχίας[12] και την απάθεια των άλλων ευρωπαϊκών πολεμικών δυνάμεων. Κρίνει την στάση των Η.Π.Α.[13] στον ενδεχόμενο πόλεμο μεταξύ ευρωπαϊκών χωρών. Σ’ ένα βαγκόν-λί συζητά με ανταποκριτές άλλων χωρών για τα σχέδια του Χίτλερ για την Ευρώπη και με ποιο τρόπο τα δρομολογεί[14]. Παρακολουθεί την εισβολή των γερμανικών στρατευμάτων και την κατάληψη της Πολωνίας το φθινόπωρο του 1939 κατόπιν της συμφωνίας με την Σοβιετική Ένωση[15]. Καταγράφει την στάση της Γαλλίας με τις φράσεις «Ο Νταλαντιέ με ευγενικό τρόπο ζητάει από τον Χίτλερ να μην φτάσει στην πόλεμο, αφού όλα μπορούν να λυθούν ευγενικά». Την επόμενη μέρα στην Βρετανική πρεσβεία στο Βερολίνο «οι διπλωμάτες ετοιμάζουν τις βαλίτσες τους». Η Γερμανία χρησιμοποιώντας σαν αιτία την αναγγελία επιστράτευσης στην Πολωνία[16] παραβιάζει τα Πολωνικά σύνορα. Οι γερμανοί πολίτες θέλουν ν’ αντιδράσουν[17], τα γεγονότα όμως τους προλαβαίνουν. Ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος ξεκινά.
Άντονι Ίντεν, υπουργός εξωτερικών
της Αγγλίας κατά το
Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο
|
Επισήμανε ότι οι Συμμαχικές κυβερνήσεις καταδίκασαν «αυτή την κτηνώδη τακτική της εν ψυχρώ εξολόθρευσης» και δήλωσε ότι «θα ασκούσαν τις απαραίτητες πιέσεις για να ανατρέψουν τη βάρβαρη χιτλερική τυραννία».
Τον Απρίλιο του 1943 η Βρετανία και οι ΗΠΑ σε μια ειδική διάσκεψη στις Βερμούδες, συζήτησαν τις συνέπειες της ναζιστικής πολιτικής στο θέμα των προσφύγων, χωρίς να προβούν σε καμιά περαιτέρω ενέργεια. Οι ΗΠΑ άσκησαν πιέσεις στις ευρωπαϊκές χώρες στις αρχές του 1944 και συζητήθηκαν πλάνα παρέμβασης στην Γερμανία, όταν πιέστηκαν και οι ίδιες από τις εβραϊκές οργανώσεις της χώρας τους. Αποφασίστηκαν αεροπορικοί βομβαρδισμοί, ιδίως κοντά στα γνωστά στρατόπεδα συγκέντρωσης, προκειμένου ν’ απελευθερωθούν. Αυτό δεν έγινε ποτέ και υπήρξαν αρκετές δικαιολογίες από τους βρετανούς.
Όταν έγινε η εισβολή των συμμάχων στην Ευρώπη, τον Ιούνιο του 1944, οι βρετανοί στρατιώτες είχαν φυλλάδιο που είχε εκδοθεί από το Υπουργείο Πολέμου και τους ενημέρωνε ότι θα συναντούσαν «ομάδες απελευθερωμένων αιχμαλώτων που πιθανόν να είναι πεινασμένοι και ρακένδυτοι» και πώς θα έπρεπε να φερθούν σ’ αυτές τις περιπτώσεις, για την πρόληψη της μετάδοσης πιθανών ασθενειών. Σ’ αυτό το έγγραφο αναφέρονται αιχμάλωτοι πολίτες, αλλά δεν γίνεται αναφορά για το πού ζούσαν αυτοί μέχρι τότε (στα στρατόπεδα συγκέντρωσης), ούτε κάτω από ποιες συνθήκες.
Οι συμμαχικές υπηρεσίες πληροφοριών πρέπει να γνώριζαν τα πάντα για την ύπαρξη των στρατοπέδων συγκέντρωσης: ένα έγγραφο που συντάχθηκε από συνεργάτες του Αϊζενχάουερ, περιείχε λεπτομερή κατάλογο με πολλά από τα υπάρχοντα στρατόπεδα, με πρόχειρους χάρτες, καθώς και εκτεταμένη αναφορά για την ανάπτυξη του συστήματος των στρατοπέδων από τους ναζί[19]. Επίσης υπήρχαν πληροφορίες κατεγραμμένες από κρατούμενους που απέδρασαν[20] από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Κοινό αίτημα ήταν ο βομβαρδισμός στρατοπέδων, ή τουλάχιστον των σιδηροδρομικών γραμμών που υπήρχαν εκεί. Το αίτημα απορρίφθηκε από τους Βρετανούς, με την αιτιολογία ότι τα βομβαρδιστικά συμμετείχαν σε άλλες σημαντικές επιχειρήσεις.
Η εξόριστη πολωνική κυβέρνηση στο Λονδίνο, είχε ενημερώσει το Μάιο του 1941 όλες τις συμμαχικές κυβερνήσεις για την ύπαρξη στρατοπέδων συγκέντρωσης στην Πολωνία και τις συστηματικές εκτελέσεις που γίνονταν εκεί. Τον Ιούλιο του 1942 η εφημερίδα Polish Fortinghly Review, που εκδιδόταν στο Λονδίνο, δημοσίευσε μια λίστα με 22 στρατόπεδα στα οποία οι Ναζί διέπρατταν φρικαλεότητες[21].
Μέρος των στρατηγών του Χίτλερ συνωμότησαν[22] στις 20 Ιουλίου 1944 για την ανατροπή του, αφού θεωρούσαν πια τον πόλεμο χαμένο, και ήταν έτοιμοι να σπάσουν τη συμμαχία τους με τον «αρχηγό» τους. Η προσπάθεια απέτυχε και μετά απ’ αυτό η δύναμη του Χίτλερ αυξήθηκε, αφού καθαίρεσε τους «προδότες», άλλαξε τους στρατηγούς των επιτελείων και εκτέλεσε αρκετούς από αυτούς[23]. Η προσπάθεια αυτή ανατροπής του Χίτλερ δεν έγινε για να σταματήσουν οι κτηνωδίες που ελάμβαναν χώρα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, αλλά για να διασώσουν την εικόνα της Γερμανίας στην Ευρώπη και να διαπραγματευτούν τη θέση της χώρας τους μετά τον πόλεμο.
Εικόνα από τα αρχεία των ναζιστών που βρίσκονται σε πόλη της Γερμανίας, όπου είναι η έδρα της Διεθνούς Υπηρεσίας Αναζητήσεων του Ερυθρού Σταυρού |
Επρόκειτο για 50 εκατομμύρια έγγραφα τα οποία είναι κατανεμημένα σε 30 εκατομμύρια φακέλους και αφορούν 17,5 εκατομμύρια πρόσωπα. Το αρχείο αυτό βρίσκεται από τότε στο Μπαντ Αρολσεν της Γερμανίας, όπου είναι και η έδρα της Διεθνούς Υπηρεσίας Αναζητήσεων του Ερυθρού Σταυρού[24].
Οι κυβέρνηση της Βρετανίας είχε σίγουρα πληροφορίες για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, μέσα από διάφορες πηγές[25]. Θεώρησε όμως ότι αυτά ήταν υπερβολές ή ακόμα και αν ήταν αλήθεια και έκανε κάποιες κινήσεις για την απελευθέρωση των εκατομμυρίων αιχμαλώτων, θα ήταν υποχρεωμένη να τους παρέχει τροφή και στέγη σε μια δύσκολη οικονομική περίοδο για όλη την Ευρώπη. Το γεγονός αυτό μάλλον αποσιωπήθηκε και όταν ήρθε η ώρα της απελευθέρωσης των αιχμαλώτων των στρατοπέδων συγκέντρωσης, που ήταν στα δυτικά σύνορα της Γερμανίας με τη Γαλλία οι Βρετανοί δεν είχαν προετοιμαστεί για τις καταστάσεις που θα αντίκριζαν, ούτε είχαν έτοιμο σχέδιο διατροφής και νοσοκομειακής περίθαλψης των αιχμαλώτων. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να υπάρξουν πολλά θύματα λόγω χορήγησης ακατάλληλης τροφής και λόγω ασθενειών που ήταν εξαπλωμένες σε μεγάλο βαθμό και δύσκολο να αντιμετωπιστούν (π.χ. τύφος). Επίσης η μη καλή επικοινωνία των Βρετανών με τους Ρώσους, που ήδη είχαν απελευθερώσει το Άουσβιτς, και με τους Αμερικανούς, που είχαν ήδη μπει στο Μπούχενβαλντ κάποιες μέρες νωρίτερα, δεν τους έδωσε τη δυνατότητα να είχαν ήδη καταστρώσει σχέδια αντιμετώπισης των δύσκολων καταστάσεων που θα συναντούσαν.
Οι Άγγλοι, όταν απελευθέρωσαν το στρατόπεδο Μπέργκεν-Μπέλσεν, τον
Απρίλιο του 1945, μετά από συνεργασία τους με τον Χίμλερ, διαπίστωσαν τα
εγκλήματα που είχαν λάβει χώρα εκεί. Θεώρησαν ότι ήταν αδύνατο όλα αυτά να
γίνονταν δίπλα σε κατοικημένες περιοχές, χωρίς κανένας να έχει αντιληφθεί κάτι.
Γι’ αυτό το λόγο μετέφεραν στο στρατόπεδο τους δημάρχους των
γειτονικών πόλεων, σε μια περιοδεία με συνοδεία στρατιωτών, και τους
έδειξαν τους ομαδικούς τάφους και την συνολική κατάσταση που επικρατούσε στο
στρατόπεδο. Ο Ντέρεκ Σίνγκτον και ο
βρετανός συνταγματάρχης Σπότισγουντ, ο διοικητής της μονάδας Στρατιωτικής
Διοίκησης, διάβασε μια μακροσκελή καταγγελία στα γερμανικά, ενώ το πλήθος που
είχε συγκεντρωθεί άκουγε εντελώς σιωπηλό.
«Αυτό που θα δείτε εδώ είναι η τελική και πλήρης καταδίκη του Ναζιστικού
Κόμματος. Αυτό που συνέβη εδώ δικαιολογεί οποιαδήποτε μέτρα λάβουν στο μέλλον
τα Ηνωμένα Έθνη για τη διάλυση του Ναζιστικού Κόμματος. Αυτό που θα δείτε εδώ
αποτελεί τέτοιο όνειδος για τον γερμανικό λαό, ώστε το όνομά του πρέπει να
σβηστεί από τον κατάλογο των πολιτισμένων εθνών.
Εσείς,
οι οποίοι αποδειχτήκατε ανίκανοι να εμποδίσετε τα παρανοϊκά σχέδιά του. Εσείς,
οι οποίοι γνωρίζατε γι' αυτά τα στρατόπεδα, ή είχατε ακούσει τι συνέβαινε εκεί.
Εσείς, οι οποίοι δεν ξεσηκωθήκατε αυθόρμητα για να αποκαταστήσετε το όνομα της
Γερμανίας, χωρίς φόβο για προσωπικές συνέπειες. Στέκεστε εδώ δικαζόμενοι για
όσα θα αντικρίσετε σ' αυτό το στρατόπεδο.
Θα πρέπει να εξιλεωθείτε με εργασία και ιδρώτα για τα εγκλήματα που
διέπραξαν τα παιδιά σας και για τα εγκλήματα τα οποία σταθήκατε ανίκανοι να
αποτρέψετε.»
Ο Χίτλερ είχε διατάξει να
καταστραφούν όλα τα στρατόπεδα συγκέντρωσης[26] προτού φτάσουν οι
σύμμαχοι, έτσι ώστε να μην βγουν στη δημοσιότητα τα αποτελέσματα της
πολιτικής του. Ήξερε ότι ο τρόπος που είχε δράσει τόσα χρόνια επί των
αιχμαλώτων και των πολιτικών κρατουμένων, ήταν αντίθετος σε κάθε κοινή λογική
και ενάντια στις διεθνείς συνθήκες περί κρατουμένων. Επίσης ο ίδιος και οι
στενοί του συνεργάτες κλείστηκαν για μερικές μέρες σ’ ένα υπόγειο καταφύγιο και
όταν οι Ρώσοι έφτασαν πολύ κοντά ο Χίτλερ
αυτοκτόνησε και το σώμα του, μαζί με τα σώματα άλλων, παραδόθηκε στην
πυρά. Δεν θέλησε ούτε ο ίδιος να
ανακριθεί, ή να δικαστεί για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Αν είχε
δράσει μέσα στα πλαίσια της νομιμότητας, δεν είχε λόγο ν’ αυτοκτονήσει. Ο
Χίμλερ[27] που,
όλα αυτά τα χρόνια ήταν το δεξί του χέρι του Χίτλερ και ουσιαστικά ο άνθρωπος
που έπαιρνε τις αποφάσεις και διέταζε για την εκτέλεσή τους, αγνόησε τις εντολές του και επέτρεψε στους
συμμάχους να μπουν στο Μπέργκεν-Μπέλσεν. Ήταν μια κίνηση για να δείξει ο ίδιος
ότι δεν γνώριζε τις πραγματικές συνθήκες που επικρατούσαν στο στρατόπεδο και να
διαπραγματευτεί την μετέπειτα πορεία του[28].
Πολλοί από τους συλληφθέντες αξιωματικούς και απλοί στρατιώτες
αποποιήθηκαν ότι γνώριζαν, ή δικαιολόγησαν τη συμμετοχή τους, γιατί ως
στρατιώτες είχαν την υποχρέωση να πειθαρχήσουν[29], διαφορετικά κινδύνευε η ίδια τους η
ζωή. Υπήρξαν στρατιώτες που υποχρεώθηκαν να εκτελέσουν ακόμα και αδέρφια τους
με σκοπό να πνίγουν τα συναισθήματα οίκτου που είχαν. Η αφοσίωσή τους στον
αρχηγό τους το Χίτλερ δεν μπορεί να δικαιολογήσει τα εγκλήματα που διέπραξαν. Με τη δίκη της Νυρεμβέργης, το Νοέμβριο του
1945, έγινε απόπειρα εκδίκασης των γερμανών ναζιστών εγκληματιών πολέμου
για εγκλήματα κατά της ειρήνης, για εγκλήματα πολέμου και κατά της
ανθρωπότητας. Οι περισσότεροι ανώτατοι αξιωματικοί και αρχηγοί επιτελείων που
συνελήφθησαν καταδικάστηκαν σε θάνατο, σε ισόβια δεσμά ή σε κάποια χρόνια
φυλάκιση.
Από όλα τα παραπάνω συμπέρανα ότι οι σύμμαχοι όχι μόνο γνώριζαν για την
ύπαρξη των στρατοπέδων συγκέντρωσης αλλά, το τραγικό της ιστορίας είναι ότι, δεν
έκαναν τίποτα για όλους εμάς που βρισκόμασταν εκεί και υποφέραμε μαζί με τους
κρατούμενους από άλλα κράτη. Αυτή τη στάση δεν μπορώ να τη δικαιολογήσω ούτε να
την καταλάβω. Δεν στάθηκε ικανή η ιστορία να εξηγήσει αυτό το γεγονός, πως θα
μπορούσα να το κάνω εγώ;
Το μόνο που διαπιστώνω είναι ότι η διπλωματία έπαιξε το ρόλο της, τα κράτη της τωρινής Ευρώπης καθώς και όλα τα υπόλοιπα που ενεπλάκησαν στον Β’ Παγκόσμιο κοίταξαν να διαφυλάξουν τα συμφέροντά τους, χωρίς να λάβουν υπόψη τους, τους ανήμπορους πολίτες, θύματα της πολεμικής μηχανής.