Τετάρτη 5 Αυγούστου 2015

Η μεταφορά μου στο Στρατόπεδο Συγκέντρωσης Νοενγκάμεν-Neuengamme (κοντά στο Αμβούργο)...

      Πρέπει να ήταν αρχές Ιουνίου 1944. Φύγαμε από τη Θεσσαλονίκη με κατεύθυνση την πρώην Γιουγκοσλαβία. 
Οι κρατούμενοι μεταφέρονταν στα στρατόπεδα 
συγκέντρωσης μ’ αυτού του τύπου τα βαγόνια τραίνων,
Μουσείο στρατοπέδου Νοενγκάμεν
Το τρένο δεν σταματούσε μέρα νύχτα παρά μόνο για λίγη ώρα, δεν θυμάμαι, κάθε δύο μέρες για να πάρουμε νερό και να αδειάσουμε τους κουβάδες με τις ακαθαρσίες. 

Ένα βράδυ τα μεσάνυχτα σταμάτησε και δεν ξεκίνησε ξανά. Πού είχαμε φτάσει δεν ξέραμε.

    Όταν ξημέρωσε ακούμε σφυρίχτρες και φωνές δυνατές. Στο βαγόνι πρέπει να είχα πατριώτες από την Άμφισσα, τον μπάρμπα Ηλία Σπανόπουλο, Ιωάννη Σούφρα, Καλπούζο, Τραχανά, ίσως και άλλους, δεν τoυς θυμάμαι. 
Δεν μπορούσαμε να δούμε έξω τι γίνεται, παρά μόνο από το φεγγίτη (παράθυρο μικρό) στην κορυφή του βαγονιού, που ήταν σφραγισμένο με σίδερα και αγκαθωτό συρματόπλεγμα, για να μην δραπετεύσουμε και να παίρνουμε αέρα.

      Εμένα και το Σούφρα διάλεξαν, που ήμασταν ελαφρύτεροι, να μας σηκώσουν στα χέρια για να δούμε πού βρισκόμαστε. Μόλις μας σήκωσαν, αντικρίσαμε καταρχήν μια λαοθάλασσα από κρατουμένους με ρούχα ριγέ, συντεταγμένους. Εκείνη την ώρα γινότανε προσκλητήριο. Είδαμε κρατουμένους να χτυπούν κρατουμένους. Δεν ξέραμε γιατί. Μετά βλέπουμε να βγαίνουν πάρα πολλοί κρατούμενοι από την κεντρική είσοδο για διάφορες εργασίες. Αυτός ο χώρος λεγόταν στρατόπεδο συγκέντρωσης αιχμαλώτων.[1]

      Όταν άδειασε η πλατεία από τους κρατουμένους, κατευθυνόμενους προς διάφορες εργασίες, βλέπουμε να κατευθύνονται προς τα βαγόνια στρατιώτες που κρατούσαν μαστίγια και κρατούμενοι (οι λεγόμενοι ΚΑΠΟ[2]), που τους μάθαμε μετά, που κρατούσαν κι αυτοί μαστίγια. Ό,τι βλέπαμε από το φεγγίτη, τα μεταδίδαμε στους υπόλοιπους. Μόλις είδαμε όμως ότι έρχονται με τα μαστίγια, τότε τους λέμε «Κατεβάστε μας διότι έρχονται να μας ανοίξουν και θα φάμε κατά την κάθοδο ξύλο[3]», όπως τρώγαμε και στο Χαϊδάρι την ώρα που μπαίναμε στις κλούβες για ανάκριση και κατεβαίναμε  στο ανακριτήριο της οδού Μέρλιν στην Αθήνα.

Είσοδος του στρατοπέδου Νοεγκάμεν, 

      Έλληνες πρέπει να είμαστε γύρω εις τα 500 άτομα, αλλά θα πρέπει να πήραν και από άλλα επτά κράτη διότι μετά όπως φάνηκε, εκεί  που μας συγκέντρωναν ανά 100, άτομα είμαστε πολλοί περισσότεροι. Ανοίγουν την πόρτα του βαγονιού και μας κάνουν με νόημα να κατεβούμε. Αλλά εμείς κάναμε ότι δεν καταλαβαίνουμε τι μας λένε, διότι ξέραμε τι μας περιμένει. Τότε ανεβαίνουν δύο στρατιώτες επάνω και άρχισαν να μας χτυπούν, οπότε αρχίσαμε να πηδάμε από το βαγόνι. Κατεβαίνοντας τρώγαμε και άλλο ξύλο[4] και τρέχοντας μπαίναμε  στη γραμμή ανά πεντάδες και 100 κάθε ομάδα. Όταν πηδάγαμε από το βαγόνι, πέφταμε κάτω, διότι από την ακινησία μέσα στο βαγόνι τόσες ημέρες και από εξάντληση, λόγω πολλών ημερών, χωρίς φαγητό, μετά δυσκολίας στεριωνόμαστε όρθιοι. Μας συγκέντρωσαν όλους στην πλατεία και μας κατεύθυναν σε ένα μεγάλο μπλοκ, όπου θα γινότανε η απολύμανση από τις ψείρες και θα παίρναμε τα ριγέ ρούχα και το νούμερο. Το μόνο καλό ήταν ότι ψείρα και κοριός δεν υπήρχε στο στρατόπεδο. Το στρατόπεδο λέγονταν Νοεγκάμεν[5], και βρισκόταν πλησίον του Αμβούργου.

Χάρτης όπου φαίνεται η τοποθεσία του στρατοπέδου Νοεγκάμεν και ο αριθμός
των αιχμαλώτων που μεταφέρθηκαν εκεί από διάφορες χώρες.

Πηγή - https://www.kz-gedenkstaette-neuengamme.de/en/history/concentration-camp/


Άποψη του στρατοπέδου Νοενγκάμεν το 1945

      Στο τέλος του ταξιδιού είχα υψηλό πυρετό. Ευτυχώς ο πυρετός αυτός μου είχε πέσει, μετά από πέντε μέρες, και ήμουνα καλά. Στο στρατόπεδο Νοενγκάμεν που μας πήγαν, πρώτα έπρεπε να περάσουμε από μια διαδικασία, να μας φορέσουν τα ριγέ ρούχα και να πάρουμε το νούμερο, γιατί έκτοτε το όνομά μας θα το ξεχάσουμε. Έπρεπε να μάθουμε απ’ έξω το νούμερο. Και η διαδικασία ήταν η εξής: Έμπαινες σε ένα μεγάλο τολ, δηλαδή κτήριο με διάφορα τμήματα. Πρώτα γδυνόσουνα και έβαζες τα ρούχα σου σε μια σακούλα, την έδενες και έγραφες το όνομά σου. Στη συνέχεια τοποθετούσες επάνω σε ένα τραπέζι ό,τι τιμαλφή είχες επάνω σου, δηλ. χρυσό ρολόι, δαχτυλίδι κ.ά.          
      Προχωρούσες, όπου είχες τρίχα στο σώμα σου, κούρεμα και ξύρισμα[6], επάνω κάτω. Μετά έκανες μπάνιο, μετά σε εξέταζε γιατρός για να μην πάσχεις από αφροδίσια νοσήματα και έπαιρνες ρούχα. Ένα σώβρακο μακρύ, μια φανέλα, ένα πουκάμισο, παντελόνι και σακάκι ριγέ, ξύλινα σανδάλια γιατί τότε ήταν καλοκαίρι, αρχές Ιουνίου, κουβαρίστρα, βελόνα και τέλος, το νούμερο[7]. Εγώ είχα το νούμερο «84523». Έπρεπε να μην είναι κομμένο κουμπί από το σακάκι ή παντελόνι και έπρεπε να ράψουμε και το νούμερο μπροστά. Επίσης μας δώσανε και καπέλο ριγέ, όπως το σακάκι.
O Karl Totzauer ήταν διοικητής του στρατοπέδου Νeuengamme 1944-1945.
Η ανωτέρω φωτογραφία είναι από τη δίκη του ενώπιον βρετανικού στρατιωτικού δικαστηρίου στο Αμβούργο όπου δικάστηκε για εγκλήματα πολέμου σε 20 χρόνια φυλάκιση.
Πηγή :  https://pl.wikipedia.org/wiki/Karl_Totzauer
      Το βράδυ που φτάσαμε μας δώσανε λίγο ψωμί και μια κουταλιά μαρμελάδα[8]. Στην παράγκα μας είχανε κρεβάτια τριώροφα 1,80 Χ 0,80μ. και στο κάθε κρεβάτι μέναμε τρία άτομα. Οι δύο στο άκρο είχανε μια κατεύθυνση και ο μεσαίος αντίθετα, τα πόδια του στα κεφάλια των άλλων και αμέσως ύπνo. Τις επόμενες ημέρες αρχίσανε να μας βγάζουν σε υπαίθριες δoυλειές, αλλά όμως αντιμετωπίζαμε τώρα πείνα και όταν έβρεχε, δουλεύαμε με αποτέλεσμα το βράδυ να κοιμόμαστε βρεγμένοι. Ευτυχώς που κράτησε μόνο ένα μήνα αυτό το μαρτύριο.    

      'Έξω τρώγαμε ό,τι βρίσκαμε, κυρίως χόρτα (γρασίδι σικάλεως). Όταν πηγαίναμε να πάρουμε τα σκουπίδια από τους στρατώνες, τα ανακατεύαμε, σαν τα σκυλιά, για να βρούμε κάνα μουχλιασμένο ξεροκόμματο. Μεταφορικό μέσο σκουπιδιών και αποθανόντων, που τους πηγαίναμε για καύση, ήταν οι ρυμούλκες. Στα πλάγια είχανε προσαρμόσει συρματόσχοινα και τα περνάγανε στη μια πλάτη μας, όπως στα ζώα[9]. Υπήρχαν θαλαμοφύλακες[10] που ετοιμάζανε αυτούς που είχανε πεθάνει. Σημειώνανε το νούμερο για να τους διαγράψουν και μετά τα ρούχα, τα τοποθετούσαν σε μια σακούλα. Περνούσε η αγγαρεία και φόρτωνε. Πάντως, από ό,τι θυμάμαι l00 με 200 άτομα πέθαιναν καθημερινά.

      Aυτό το στρατόπεδο ήταν κάτεργα και βλέπανε αν θα αντέξουμε στις δοκιμασίες, για να μας ταξινομήσουν κατόπιν στα διάφορα εργοστάσια για εργασία[11]. Θυμάμαι μια ημέρα στην παρέα ήταν και ο Ευθύμιος Ζαχαρίας. Μας πέφτει το βαγόνι και φθάνουν δύο στρατιώτες των Ες-Ες και μας χτύπησαν πολύ άσχημα, ο δε Ζαχαρίας λιποθύμησε και τον βάλαμε επάνω στο βαγόνι, απομακρυνθήκαμε και κατόπιν συνήλθε. Οι στρατιώτες των Ες-Ες με κάθε ευκαιρία μας χτυπούσαν, μας έβριζαν, μας κλώτσαγαν ανελέητα. Δεν είδα ούτε μια στιγμή λύπηση στα μάτια τους[12].

      Ένα απόγευμα μας συγκεντρώνουν στην πλατεία του στρατοπέδου. Οι παλαιότεροι μας λένε ότι σε κάθε νέα αποστολή που έρχεται, κρεμάνε και από δύο. Βλέπουμε και φέρνουν την κρεμάλα[13] και τη στήνουν στο κέντρο της πλατείας. Ή μουσική να παίζει. Καλούνε από όλα τα κράτη τους διερμηνείς και ο δικός μας διερμηνέας μας λέει ότι «θα κρεμάσουν δύο». Ο ένας πήγε να δραπετεύσει και ο άλλος να ανατινάξει την κομαντατούρα. Αλλά ποιους θα κρέμαγαν δεν ξέραμε. Το καρδιοχτύπι άρχισε πάλι. Μετά από μισή ώρα φέρανε δύο, ένα Ρώσο[14] και έναν Πολωνό. Ο Πολωνός ήταν αδύνατος, του βάλανε τη θηλιά, πατήσανε το σκαλί και άνοιξε η καταπακτή και τελείωσε, ξεψύχησε. Στη συνέχεια, πάνε να βάλουν τη θηλιά στο Ρώσο, αυτός όμως ήταν γερός και παρ' ότι του είχανε δέσει τα χέρια από πίσω, δεν δεχότανε τη θηλιά. Εν τέλει ανεβήκανε τρεις στρατιώτες και του βάλανε τη θηλιά, οπότε καθάρισε και αυτός. Επί μια ώρα περιφερόμαστε γύρω από την κρεμάλα και η μουσική να παίζει. Άλλη μια φορά κρεμάσανε πάλι, αλλά δεν μας πήγαν τώρα στην πλατεία για να δούμε. Ήμαστε σε υπαίθρια δουλειά, μακριά από το στρατόπεδο.
Σε μερικά στρατόπεδα, λόγω της πληθώρας των νεκρών, τα πτώματα 
προωθούνταν σε μαζικούς τάφους με μπουλντόζες

      Τα δικά μας συναισθήματα ήταν βεβαίως το ίδια. Είχαμε κεραυνοβοληθεί όταν βλέπαμε να κρεμάνε δύο κρατουμένους άδικα στο Νοεγκάμεν, με τη δικαιολογία ότι δήθεν πήγαν να δραπετεύσουν[15]Ήταν τρομερή η σκηνή να τους περνάνε τη θηλιά στο λαιμό και να χτυπιούνται δεξιά και αριστερά μέχρι να ξεψυχήσoυν. Και στη συνέχεια να μας βάζουν να παρελάσουμε ένα γύρο λες και ήταν πανηγύρι.

      Το φαγητό ήταν: το πρωί καφές ο γερμανικός, το μεσημέρι το εξώφυλλο της λαχανίδας ένα πιάτο και το βράδυ 50 γραμμάρια ψωμί με μια κουταλιά μαρμελάδα. Τακτικά γίνονταν βομβαρδισμοί στο Αμβούργο, αλλά εμείς είμαστε μακριά πλέον από την πόλη, περίπου 20χλμ. Το νερό δεν ήταν καλό και όταν έπινες πολύ, πρηζόσουν με αποτέλεσμα να πεθαίνεις, γι' αυτό δίνανε σαρδέλες παστές. Προπάντων οι γάλλοι πρηζόντουσαν. Από τους έλληνες δεν πέθανε κανείς. Από καθαριότητα όμως πολύ καλή. Δεν υπήρχε ούτε ψείρα, ούτε κοριός. Τα δε κρεβάτια, όπως στο στρατό, 1 χωρίς λακκούβα στο μέσον και τα προσκέφαλα ζυγισμένα, δηλαδή στοιχισμένα με ακρίβεια, όχι άνω-κάτω. Η διάταξη ήταν ανά 100 άτομα σε πεντάδες, το δε βάδισμα ήταν όπως βάδιζε ο Γερμανικός στρατός. Από αυτό το στρατόπεδο γίνονταν αποσπάσεις σε διάφορα μέρη. Γίνονταν η διαλογή ανάλογα με τη σωματική διάπλαση για το πού θα σε στείλουν, σε βαριά ή ελαφριά δουλειά. Το αποφάσιζαν αυτοί, δηλαδή οι στρατοπεδάρχες.
      


      Όταν ήταν να βγούμε εκτός στρατοπέδου, για εργασία, είμαστε συντεταγμένοι και συντεταγμένοι επιστρέφαμε, ενώ τόσο κατά την έξοδο για τους τόπους εργασίας το πρωί, όσο και κατά την επιστροφή, το απόγευμα, η μπάντα του στρατοπέδου αποτελούμενη από κρατούμενους, έπαιζε χαρούμενες μελωδίες.
      Οι υπαίθριες δουλειές που μας έβαζαν να κάνουμε ήταν πολύ βαριές. Εγώ ήμουνα άμαθος και το βράδυ μετά το φαγητό έπεφτα για ύπνο. Άρχισα να χάνω βάρος και να με καταλαμβάνει μια απογοήτευση. Σκεφτόμουν το Χαϊδάρι. Ήταν προτιμότερο, διότι εκεί θα μας σκοτώνανε ξεκούραστους, ενώ εδώ μας σκοτώνουν κάθε μέρα.

Κτίριο του στρατοπέδου Νοεγκάμεν, όπως ήταν τη δεκαετία του ΄40
     Χιλιάδες κρατούμενοι απασχολούνταν σε εργασίες μέσα στο στρατόπεδο, επισκευές χαλασμένων κτιρίων, άνοιγμα τάφρων, οικοδομικά έργα, επέκταση στρατοπέδου. Αλλά και πολλές φορές μας έβγαζαν εκτός στρατοπέδου σε αγροτικές εργασίες, αλλά από ό,τι θυμάμαι, πρέπει να μας πήγαιναν προς το Αμβούργο, εκεί που εισχωρεί η θάλασσα, να σκάβουμε σε βάθος και να ανεβάζουμε την άμμο (το έδαφος είναι όλο αμμώδες) σε λαστιχένιες λεκάνες  (ζιμπίλι) στην πλάτη. Σκοπός όλων αυτών των εργασιών ήταν να εισχωρήσει η θάλασσα πιο μέσα[16]. Ίσως για στρατιωτικούς σκοπούς.

Φυλακισμένοι του Neuengamme εργάζονται σε ένα κανάλι του ποταμού Έλβα,


Φυλακισμένοι του Neuengamme εργάζονται σε ένα κανάλι του ποταμού Έλβα,

 Αφού πέρασε μια εβδομάδα, προσαρμοστήκαμε με την τακτική που πρέπει να ακολουθούμε. Αρχίσαμε να μαθαίνουμε λίγο από όλα, Γερμανικά, Ρώσικα, Πολωνικά και Γαλλικά δια να συνεννοούμαστε. Γαλλικά ήξερα λίγα και συνεννοούμουν κάπως.      
Φωτογραφία κρατουμένων 
στο στρατόπεδο Νοεγκάμεν 
τη δεκαετία του ΄40

      Μου λέει ένας Γάλλος, παλιότερος κρατoύμενoς «Αυτό το στρατόπεδο είναι κέντρο διερχομένων, εξετάζουν μετά από σκληρή δουλειά ποιοι αντέχουν για να τους ταξινομήσουν στη συνέχεια σε διάφορα εργοστάσια. Πρόσεξε όταν επιστρέψεις από τη δουλειά εκτός στρατοπέδου να μην πέσεις κάτω. Σε σκοτώνουν επί τόπου. Στη συνέχεια σε φέρνουν φορτωμένο οι διπλανοί στο στρατόπεδο, διότι το βράδυ στο προσκλητήριο πρέπει να βγαίνει ο αριθμός κρατουμένων. Μερικές φορές σπάνιο να πάνε στη δουλειά και να γυρίσουν όλοι ζωντανοί…» Του έλεγε ένας ΚΑΠΟ ότι έχουν εντολή από τα Ες-Ες να χτυπάνε αλύπητα, μέχρι θανάτου, και οι στρατιώτες με το παραμικρό να σκοτώνουν κρατούμενους. Ήθελαν να μας τρομοκρατήσουν κατ' αυτό τον τρόπο. Εάν αρρώσταινες, σε πηγαίνανε στο νοσοκομείο. Αν ήσουν βαριά άρρωστος, σου έκαναν ένεση[17] και πέθαινες.

       Σε αυτό το στρατόπεδο συμπατριώτες μας ήταν ο Λάμπρος Τριάντης, ο Αλέκος Τραχανάς, ο Ιωάννης Λελίγγος, ο Ευθ. Ζαχαρίας, ο Ηλίας Σπανόπουλος, εγώ, ο Ανδρέας Τσαγκρινός, ο Θεόδωρος Καλπούζος, ο Αθανάσιος Λάζος, ο Ανδρέας Παύλου,  ο Ιωάννης Σούφρας και ο Αθανάσιος Τσαρέλης.

 Κάθε κρατούμενος ζούσε συνεχώς με το αγχώδες ερώτημα: θα κατορθώσει άραγε να αντέξει σωματικά ως το τέλος; Με τη διατροφή συνεχώς χειροτερεύουσα, με θαλάμους μέσα στους οποίους συνεχώς στοιβάζονταν όλο και περισσότεροι άνθρωποι, με συνεχώς επιδεινούμενες τις συνθήκες υγιεινής και εκτεθειμένος συνεχώς σε κάθε λογής δυσμενείς ατμoσφαιρικές συνθήκες, καθώς ήταν υποχρεωμένος να δουλεύει στο ύπαιθρο, ως πότε θα αντέχαμε; Αυτό το ερώτημα μας βασάνιζε διότι το χειρότερο ήταν ότι με βροχή δουλεύαμε και κοιμόμαστε βρεγμένοι με τα ρούχα. Είμαστε στοιβαγμένοι σε χώρο 180Χ50, εννέα άτομα σε τριώροφο κρεβάτι. Δεν υπήρχε χώρος να κρεμάσουμε τα ρούχα. Πάντοτε με τα ρούχα κοιμόμαστε και τα τσόκαρα[18] (παπούτσια) τα βάζαμε στο προσκέφαλο για να μην τα μπλέξουμε το πρωί και μαλώνουμε. 

Άποψη του κρεματορίου του Νοεγκάμεν, τη δεκαετία του ΄40

 Η διάταξη των κρεβατιών που κοιμόμαστε, όπως προανέφερα ήταν τριώροφα, μεσολαβούσε ένας διάδρομος 50 πόντους και απέναντι ήταν άλλη σειρά πάλι τριώροφα, δηλαδή όταν ήταν να κατέβουμε το πρωί, διότι μας κάνανε καψόνια οι ΚΑΠΟ, μπαίνανε με τις σφυρίχτρες και φωνάζανε γρήγορα να βγούμε έξω σε χώρο 180Χ50 μαζευόμαστε 18 άτομα. Το άσχημο ήταν ότι στην αρχή, ο από πάνω έπεφτε πάνω στον από κάτω, με αποτέλεσμα να γίνεται μεγάλη φασαρία. Βλέπαμε τους ΚΑΠΟ που γελούσαν με εμάς. Αλλά μετά συνεννοηθήκαμε και βγαίναμε με σειρά προτεραιότητας, έτσι ώστε να μην πέφτουμε ο ένας επάνω στον άλλο.

      Μετά τον ύπνο έπρεπε να πάμε να πλύνουμε το πρόσωπο και μετά τουαλέτα. Εκεί ήταν το πιο διασκεδαστικό φαινόμενο να αντικρίσεις. Οι τουαλέτες ήταν ένα τσιμεντένιο αυλάκι 1 μέτρο ύψος επί 50 πλάτος, ανέβαινες τρία σκαλιά, σκεπασμένο με σανίδα στη μέση. Μια σανίδα δεν υπήρχε για ν’ αποπατούμε με αυτό το σημείο. Ο αύλακας ήταν 100 μέτρα και πλέον, και ανεβαίναμε με τη σειρά, ο ένας δίπλα στον άλλο και μπροστά μας να περιμένουν σειρά οι άλλοι και, εάν αργούσες, σε τραβούσε ο άλλος και σε κατέβαζε. Τι πάθαινες δεν το συμπληρώνω.
Κρεβάτια στο στρατόπεδο Νοενγκάμεν



      Οι ώρες ήταν μετρημένες. Σε ορισμένο χρόνο να συνταχθούμε, να πάρουμε τον πρωινό καφέ, που αποτελούνταν από φύλλα δένδρoυ και ποιος ξέρει τι άλλο. Συνέχεια είχε προσκλητήριο, μπλοκ και συνέχεια παρατεταγμένοι πηγαίναμε στην πλατεία που γινόντουσαν προσκλητήρια στρατοπέδου. Δηλαδή μέχρι αυτό το σημείο περνούσαν δύο ώρες. Το ίδιο γινότανε και το βράδυ, το μόνο που τουαλέτα δεν είχε σειρά το βράδυ, δηλαδή άλλες δύο ώρες και 12 ώρες δουλειά[19]. Σύνολο, στο πόδι, 16 ώρες ημερησίως. Ευτυχώς το Αμβούργο ήταν μακριά. Πρέπει να ήταν 20 χιλιόμετρα και δεν είχαμε τη νύχτα συναγερμό. Ακούγαμε τις βόμβες αλλά δεν μας σηκώνανε. Όταν βομβάρδιζαν την ημέρα, βλέπαμε τα βλήματα που έσκαγαν από τα αντιαεροπορικά των Γερμανών. Μερικές φορές ρίχνανε και αεροπλάνα των εγγλέζων.
                  
      Δεν είμαστε όλοι μαζί οι Αμφισσείς. Μας είχαν σκορπίσει σε διάφορα μπλοκ (κτίρια) γι' αυτό δεν ήμαστε στις ίδιες εργασίες. Το βράδυ ανταμώναμε και τα λέγαμε, πώς περάσαμε την ημέρα στην εργασία. Κάθε μέρα και χειρότερα. Ο ένας προσπαθούσε να δώσει κουράγιο εις τον άλλο. Αλλά όλοι μας είμαστε ψυχικά ράκη. Βλέπαμε ότι δεν θα κρατήσουμε πολύ ακόμη, εάν συνεχίσουν να μας βασανίζουν κατ' αυτό τον τρόπο[20]. Τις ελπίδες μας να αντέξουμε τις είχαμε στο Χριστό και την Παναγία. Όταν είχαμε χρόνο, συνεχώς λέγαμε το Πάτερ Ημών και το Πιστεύω. Ήταν σα να βρισκόμασταν σε ένα σαπιοκάραβο στο μέσον του ωκεανού με 15 μποφόρ. Τότε, μόνο με θαύμα θα γλιτώναμε. Έτσι κι εμείς τώρα μόνο με θαύμα θα γλιτώσουμε, σε αυτή την κόλαση που βρεθήκαμε.


Ο θνήσκων κρατούμενος,  Άγαλμα στο στρατόπεδο Νοεγκάμεν



[1] Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης δημιουργήθηκαν από τις αρχές της Ναζιστικής διακυβέρνησης στη Γερμανία το 1933. Οι Ναζιστές δημιούργησαν στρατόπεδα συγκέντρωσης μέσα στην Γερμανία, πολλά από τα οποία κατασκευάστηκαν από τις τοπικές αρχές, με σκοπό τον εγκλεισμό σε αυτά των πολιτικών κρατουμένων και των ανεπιθύμητων ατόμων. Μετά το 1939, με την έναρξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης έγιναν σταδιακά οι τόποι όπου όσοι θεωρούνταν εχθροί των Ναζί, περιλαμβανομένων των Εβραίων και των αιχμαλώτων πολέμου, είτε θανατώνονταν, είτε υποχρεώνονταν σε καταναγκαστική εργασία, είτε κρατούνταν σε συνθήκες υποσιτισμού και βασανιστηρίων. Με την έναρξη εφαρμογής του σχεδίου της τελικής λύσης, δημιουργήθηκαν τα λεγόμενα "στρατόπεδα εξόντωσης". Σκοπός τους δεν ήταν ο εγκλεισμός και η καταναγκαστική εργασία, όπως στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, αλλά η συστηματική και χωρίς οίκτο εξόντωση όσων μεταφέρονταν σε αυτά. Τα στρατόπεδα εξόντωσης δημιουργήθηκαν εκτός Γερμανικού εδάφους, στο έδαφος της κατεχόμενης Πολωνίας. Οι έγκλειστοι στα στρατόπεδα αυτά απελευθερώθηκαν από τις Συμμαχικές δυνάμεις κατά τα έτη 1943-1945, συνήθως όμως ήταν πολύ αργά για να σωθούν οι εναπομείναντες κρατούμενοι. (Σ.τ.ε.)
[2] Οι ΚΑΠΟ ήταν υπάλληλοι των στρατοπέδων, κυρίως αιχμάλωτοι πολέμου, εγκληματίες ή πολιτικοί κρατούμενοι. Ήταν υπό την επίβλεψη των SS και είχαν σκοπό να εποπτεύουν τους άλλους κρατούμενους και να αναφέρουν τα αποτελέσματα της εργασίας τους στους ανωτέρους τους. Είχαν σχετικά προνόμια, όπως φαγητό, αλκοόλ,  κ.ά. Ο Χίμλερ έλεγε «Ο ΚΑΠΟ έπρεπε να φροντίσει να γίνεται η δουλειά και πρέπει να πιέσει τους άντρες του. Αν δεν είμαστε ικανοποιημένοι με την απόδοσή του παύει να είναι ΚΑΠΟ και επιστρέφει ανάμεσα τους άλλους κρατούμενους. Γνωρίζει καλά ότι την πρώτη νύχτα που θα περάσει με τους άλλους, θα τον ξυλοκοπήσουν μέχρι θανάτου», L. Rees, Οι ναζί και η τελική λύση, σελ. 34. (Σ.τ.ε.)
[3] «Μόλις φτάσαμε οι ΚΑΠΟ άρχισαν να μας χτυπάνε με ρόπαλα. Αν κάποιος αργούσε να κατέβει τον χτυπούσαν ή τον σκοτώνανε επιτόπου. Ήμουν τόσο τρομοκρατημένος. Όλοι ήμασταν τρομοκρατημένοι» αναφέρει ένας αιχμάλωτος του Άουσβιτς, L. Rees, Οι ναζί και η τελική λύση, σελ. 47. (Σ.τ.ε.)
[4] «Οι άνθρωποι εξουθενωμένοι από το πολυήμερο ταξίδι, μισοπεθαμένοι από την πείνα και τη δίψα, την ορθοστασία τόσων ημερών, τη βρωμιά και την έλλειψη αέρα μέσα στα κλειστά βαγόνια, ζαλισμένοι από την πρώτη επαφή με τον καθαρό αέρα, βρίσκονταν μπροστά στα εκτυφλωτικά φώτα ισχυροτάτων προβολέων και το ανατριχιαστικό σφύριγμα από αμέτρητες σφυρίχτρες, απέναντι σε ομάδες τα SS που ορμούσαν πάνω τους με ρόπαλα ή όπλα, με τους υποκόπανους να τους χτυπούν όπου έβρισκαν και άγρια λυκόσκυλα να τους γαυγίζουν τρομακτικά. Μέσα σ’ αυτό το πανδαιμόνιο οι άνθρωποι  έπρεπε ν’ αφήσουν την πλατφόρμα των τραίνων και να τρέξουν δερόμενοι ανά πεντάδες έτσι ώστε ν’ αρχίσει η διαδικασία της επιλογής. Αρκετοί από αυτούς θα οδηγούνταν κατευθείαν στους θαλάμους αερίων και οι λίγοι-τυχεροί που θα κρίνονταν ικανοί για εργασία θα τους πήγαιναν στο στρατόπεδο», Rudolf Hoess, Αυτοβιογραφία, σελ. 12 (Σ.τ.ε.)
[5] Το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νοενγκάμεν (Neuengamme https://www.kz-gedenkstaette-neuengamme.de/en/), που βρίσκεται στη βόρεια Γερμανία, κοντά στην πόλη του Αμβούργου, ιδρύθηκε την 13η Δεκεμβρίου του 1938 με την άφιξη 100 αιχμαλώτων από το Sachsenhausen. Μετά από επιθυμία του Himmler επαναλειτούργησε ένα εργοστάσιο τούβλων σε που ήταν σε αχρηστία (μέσα στο χώρο του στρατοπέδου) με τη μεταφορά αιχμαλώτων διαφορετικών εθνικοτήτων από άλλα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Γερμανίας. Οι αιχμάλωτοι αυτοί εργάζονταν στην κατασκευή των κτιρίων και του περιβάλλοντα χώρου του στρατοπέδου αλλά και στο εργοστάσιο των τούβλων.  Τα κύρια υλικά εξάγονταν από ένα λατομείο, το οποίο βρίσκεται εντός της περίφραξης του στρατοπέδου συγκέντρωσης.Τα τούβλα αυτά θα χρησιμοποιούνταν σε τεράστια έργα, όπως η κατασκευή διώρυγας στον Έλβα, η ανακατασκευή των δύο γερμανικών πόλεων της Νυρεμβέργης και του Βερολίνου και άλλα έργα, με σκοπό να εμπνεύσουν το δέος του υπόλοιπου κόσμου. Πολλοί από τους αιχμαλώτους που εργάζονταν κάτω από σκληρές συνθήκες εργασίας απεβίωσαν από τις κακουχίες, την πείνα, την εξάντληση αλλά και από βασανισμούς και επιδημία τύφου που ξέσπασε στο στρατόπεδο. Η περιοχή του Neuengamme, με τα 80 υπο-στρατόπεδα ήταν το μεγαλύτερο στρατόπεδο της βόρειας Γερμανίας και υπολογίζεται ότι περίπου 104.000 αιχμάλωτοι είχαν περάσει,  εκ των οποίων οι 45.000 με 55.000 δεν επιβίωσαν. Επίσης λίγο πριν την απελευθέρωση του στρατοπέδου από τα βρετανικά στρατεύματα, περίπου 6.100 κρατούμενοι μεταφέρθηκαν με τα πόδια στο πλοίο Cap Arcona και χάθηκαν στα νερά της Βαλτικής μετά από βομβαρδισμό βρετανικών αεροπλάνων. Στο πλοίο αυτό βρίσκονταν και Έλληνες αιχμάλωτοι.  (Σ.τ.ε.)
[6] «Τα μαλλιά των κρατουμένων στέλνονταν σε εργοστάσια υφαντουργίας για παραγωγή υφασμάτων, κουβερτών κ.α. Ο μεγαλύτερος αγοραστής ανθρωπίνων μαλλιών ήταν η βαυβαρική υφαντουργία «Αλεκ Τσινκ» με τιμή 50 πφένιχ το κιλό Rudolf Hoess, Αυτοβιογραφία, σελ. 16. (Σ.τ.ε.)
[7] «Για τους κρινόμενους ως ικανούς για εργασία η διαδικασία ήταν πιο περίπλοκη. Έπρεπε πρώτα να περάσουν στην αίθουσα καταγραφής για να βγάλουν τα ρούχα τους και να πάρουν τον αριθμό τους. Από την αίθουσα έβγαιναν ντυμένοι με τη γνωστή φόρμα με τις άσπρες και θαλλασιές ρίγες.», Rudolf Hoess, Αυτοβιογραφία, σελ. 17. (Σ.τ.ε.)
[8] «Σε ότι αφορά τη διατροφή ήταν, το πρωινό μισή λίτρα καφέ, το γεύμα ήταν ένα λίτρο σούπα από πατάτες και 200 γρ. ψωμί άγνωστης σύνθεσης. Το βράδυ ένα κομματάκι ψωμί με λίγη μαργαρίνη και μια κουταλιά μαρμελάδα από κοκκινογούλια. Η διατροφή ήταν προορισμένη για ανθρώπους που απασχολούνταν στα καταναγκαστικά έργα για 10-12 ώρες το 24ωρο. Μέσα σε λίγες εβδομάδες, οι άνθρωποι αυτοί μετατρέπονταν σε σκελετούς.», Rudolf Hoess, Αυτοβιογραφία, σελ. 19. (Σ.τ.ε.)
[9] «Μας έδωσαν μια καρότσα σαν αυτές που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά άχυρου. Μόνο που αντί για άλογα την καρότσα τη σέρναμε εμείς. Όταν ανοίξαμε την πόρτα μια φριχτή μυρωδιά πτωμάτων σε αποσύνθεση μας χτύπησε τα ρουθούνια.», Σ. Βενέτσια, Sonderkommando, σελ. 83. (Σ.τ.ε..)
[10] «Αυτοί λέγονταν Sonderkommando και αποκλειστική εργασία τους ήταν να μεταφέρουν τα θύματα στους θαλάμους αερίων, μετά την θανάτωσή τους να αφαιρούν χρυσά δόντια, τεχνητά μέλη και μαλλιά. Τα πτώματα στη συνέχεια μεταφέρονταν για καύση και τα υπολείμματα οστών αλέθονταν σε ειδικές μηχανές και απορρίπτονταν στα ποτάμια, έτσι ώστε να μη μείνει ίχνος των θυμάτων… Λίγο πριν την απελευθέρωση από τους συμμάχους σχεδόν όλα τα μέλη  Sonderkommando θανατώθηκαν στους θαλάμους αερίων του κεντρικού στρατοπέδου.», Σ. Βενέτσια, Sonderkommando, σελ. 263,266. (Στ.ε..)
[11] «Στο στρατόπεδο Νοενγκάμεν, μετά το 1942, ωθήθηκαν ενεργά στο θάνατο μόνο οι φιλάσθενοι και αυτοί που ήταν ακατάλληλοι για εργασία. Οι υπόλοιποι υπέφεραν να ζουν, την περίοδο που ήταν κατάλληλοι για δουλειά… Από τους τρόφιμους το 90% ήταν πολίτες των συμμαχικών κρατών που είχαν εισαχθεί στη Γερμανία ως είλωτες και 10% γερμανοί, εκ των οποίων οι μισοί ήταν κοινοί εγκληματίες σε χαμηλόβαθμες θέσεις εξουσίας μέσα στο στρατόπεδο… Το στρατόπεδο αυτό ήταν μια δεξαμενή απ’ όπου επιλέγονταν οι ικανότεροι για να σταλούν στα δορυφορικά στρατόπεδα, όπου υφίσταντο σωματικές και ψυχικές κακουχίες και όπου το προσδόκιμο ζωής ήταν στην καλύτερη περίπτωση δύο μήνες.», L. Russel, Η μάστιγα του ναζισμού, σελ. 254. (Σ.τ.ε.)
[12] «Ο ίδιος ο Χίμμλερ επισκέφθηκε τους τόπους εκτελέσεων στο Μίνσκ και παρακολούθησε πληθώρα εκτελέσεων κρατουμένων με πυροβολισμό καθώς στέκονταν στην άκρη ενός λάκου. Ο αρχηγός των αξιωματικών του δήλωσε «Μπορείτε να με πάρετε απ’ εδώ; Δεν αντέχω άλλο. Εγώ και πολλοί άλλοι έχουμε κλονιστεί από το θέαμα. Τι είδους στρατιώτες θα εκπαιδεύσουμε εδώ; Είτε νευρωτικούς είτε άγριους». Αυτές οι διαμαρτυρίες συντάραξαν τον Χίμμλερ και διέταξε έρευνα για να βρεθούν νέοι εκτελεστικοί μέθοδοι που θα προκαλούσαν λιγότερα ψυχολογικά προβλήματα στους άντρες του. Μερικές εβδομάδες αργότερα οδήγησαν τα υποψήφια θύματα σ’ ένα υπόγειο καταφύγιο και τα εκτέλεσαν με εκρηκτικά. Το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Στη συνέχεια αναζητήθηκαν μέθοδοι εκτέλεσης με θανατηφόρα ένεση, με μονοξείδιο του άνθρακα από εξατμίσεις φορτηγών και τέλος με το αέριο κυκλώνιο Β αφού πειραματίστηκαν με τις δόσεις για ακαριαίο θάνατο.», L. Rees, Οι ναζί και η τελική λύση, σελ 83-84. (Σ.τ.ε.)
[13] «Ένας κρατούμενος που πήγε να αποδράσει, εκτελέστηκε επί τόπου. Για να δουν οι υπόλοιποι πώς μπορούσε να τελειώσει η απόδραση». Επίσης αναφέρει, τι θα μπορούσαν να νιώθουν τότε οι παρακολουθούντες κρατούμενοι: «Στο βαθμό που μπορώ να διαβάσω την έκφραση των ανθρώπων, έβλεπα στα πρόσωπά τους την κεραυνοβόληση που είχε προκαλέσει η τύχη του δραπέτη, τη συμπόνια για τον άτυχο και την απόφαση της εκδίκησης, όταν θα έρθει η ώρα». «Τα ίδια αυτά πρόσωπα έβλεπα και στη διάρκεια απαγχονισμών, παρουσία των συγκεντρωμένων κρατουμένων. Μόνο που τότε ήταν εμφανέστερη η φρίκη, ο τρόμος μπροστά σε μια τέτοια τύχη», Rudolf Hoess, Αυτοβιογραφία, σελ. 107. (Σ.τ.ε.) 
[14] Στο στρατόπεδο Νοενγκάμεν υπήρχε πληθώρα αιχμαλώτων πολέμου από την Πολωνία και τη Ρωσία (από τον πόλεμο που ξεκίνησε το 1941). Στη συνέχεια μεταφέρθηκαν αιχμάλωτοι από 28 συνολικά άλλες χώρες. (Σ.τ.ε.)
[15] Στο στρατόπεδο Νοενγκάμεν πραγματοποιήθηκε σωρεία αποδράσεων. Η τακτική ήταν : κατά τη διάρκεια δολιοφθοράς στα εργοστάσια κατασκευής οπλικών συστημάτων από κρατουμένους γινόταν ταυτόχρονα απόπειρα απόδρασης από άλλους. Η τιμωρία για όσους συλλαμβάνονταν ήταν ο απαγχονισμός. (Σ.τ.ε.)
[16] «Οι γερμανοί χρησιμοποιούσαν πολλούς από τους κρατουμένους στην κατασκευή των οχυρωμάτων που δημιούργησαν το γνωστό τοίχος του Ατλαντικού.», Lord Russel, Η μάστιγα του ναζισμού, σελ. 194. (Σ.τ.ε.)
[17] Οι κρατούμενοι που αδυνατούσαν να εργαστούν θανατώνονταν με ενδοκαρδιακές ενέσεις φαινόλης. Το Νοενγκάμεν ήταν το πρώτο στρατόπεδο που εφαρμόστηκε αυτή η μέθοδος και στη συνέχεια επεκτάθηκε στα περισσότερα στρατόπεδα συγκέντρωσης. «Ο καταδικασμένος καθόταν σε μια πολυθρόνα και δύο κρατούμενοι έπιαναν τα χέρια του, ενώ ένας τρίτος του έδενε τα μάτια με μια πετσέτα και κρατούσε το κεφάλι του. Στην συνέχεια τον πλησίαζε ο Δρ. Κλέρ και έμπηγε μια μακριά βελόνα στο στήθος του. Ο κρατούμενος πέθαινε σε λιγότερο από μισό λεπτό.» Lord Russel, Η μάστιγα του ναζισμού, σελ. 239-240. (Σ.τ.ε.)
[18] «Κάθε βράδυ μετά τη δουλειά γυρίζαμε στα μπλοκ. Μας δίνανε ένα νεροζούμι και ένα κομμάτι ψωμί. Πολλοί είχαν το κουράγιο και δεν έτρωγαν το ψωμί. Το φύλαγαν για την άλλη μέρα το πρωί. Το ψωμί και τα τσόκαρα έμπαιναν κάτω από το προσκεφάλι, καλά φυλαγμένα για να μη μας τα κλέψουν.» Έρικα Κούνιο-Αμαρίλιο, 50 χρόνια μετά…, σελ. 104. (Σ.τ.ε.)
[19] « Η εργασία των κρατουμένων πρέπει να είναι εξαντλητική,  ώστε να επιτευχθούν τα ανώτατα δυνατά αποτελέσματα. Ο χρόνος εργασίας δεν υπόκειται σε κανένα περιορισμό. Οι κρατούμενοι οδηγούνταν στους χώρους εργασίας στοιχισμένοι και έτσι επέστρεφαν. Αν κάποιος έπεφτε στο δρόμο δεχόταν μια σφαίρα επί τόπου.», Rudolf Hoess, Αυτοβιογραφία, σελ. 21. (Σ.τ.ε.)
[20] «Ακριβώς αυτό ήθελαν οι ναζί – να μας εξευτελίσουν και να μας υποβιβάσουν στην κατάσταση των ζώων, να μας τρελάνουν και να εξαλείψουν και την πιο αμυδρή ανάμνηση ότι κάποτε ήμασταν ανθρώπινα όντα» αναφέρει κρατούμενη ενός στρατοπέδου, Ben Shepard, Mετά την Αυγή, σελ. 25. (Σ.τ.ε.)