Πορεία θανάτου έξω από το Ζαξενχάουζεν |
Διάνυσα το χειμώνας του 1944 (Νοέμβρης 1944 – Μάρτης 1945) στο
στρατόπεδο Φάλκεζεν. Αρχές Απριλίου 1945
το μέτωπο άρχισε να καταρρέει.
Η πείνα όλο και δυνάμωνε, μερικές φορές δεν
είχαν ούτε ψωμί να μας δώσουν. Ευτυχώς που είχαμε κρατουμένους Βέλγους,
Ολλανδούς και Νορβηγούς και λαβαίνανε αυτοί δέματα από τον Ερυθρό Σταυρό και
μας δίνανε το φαγητό τους, δηλαδή αυτή τη νερόσουπα, όχι βέβαια
πάντοτε.
Δεν επέτρεπαν στον Ερυθρό Σταυρό να δίνει δέματα στα κράτη που είχαν
κομμουνιστικό καθεστώς και τους πολεμούσαν. Έλεγαν ότι η Ελλάδα είχε
κομμουνιστικό καθεστώς.
Οι βομβαρδισμοί γίνονταν μέρα νύχτα και τα
μέτωπα προχωρούσαν από ανατολικά και δυτικά[1]. Τα
νέα τα μαθαίναμε όλα στο εργοστάσιο. Τη γερανογέφυρα τη δούλευε μια πολωνέζα
ελεύθερη εργάτρια. Δεν βάζανε από εμάς κανένα, για να μη δραπετεύσουμε. Τα
μεσάνυχτα διπλάρωνε σε μια τσιμεντοκολόνα και έπαιρνε το σήμα άλλος πολωνός από
κάτω και μας τα έλεγε, οπότε παίρναμε θάρρος.
'Όταν φτάσανε οι Ρώσοι στην Πολωνία, σε ένα ποταμό καθυστέρησαν να τον
περάσουν (πρέπει να ήταν ο ποταμός Όντερ). Αλλά μόλις τον πέρασαν, τότε το
ηθικό μας αναπτερώθηκε και ελπίζαμε ότι, πρώτα ο θεός, θα ζήσουμε. Άρχιζαν να ακούγονται τα κανόνια τα Ρωσικά.
Το εργοστάσιο συνέχιζε να δουλεύει. Οι πληροφορίες έλεγαν ότι εμείς θα πέσουμε
στους Ρώσους. Διατρέχαμε όμως τον κίνδυνο να μας μεταφέρουν, όπως είχαμε
ακούσει που έκαναν σε άλλα στρατόπεδα. Βέβαια πού να μας πάνε; Το τέρμα ήταν το
Βερολίνο. Στα άλλα στρατόπεδα τους μετέφεραν, με αποτέλεσμα στο δρόμο να
σκοτώνουν όποιον δεν μπορούσε να βαδίσει.
Κατά το μήνα Μάρτιo 1945 μεταθέτουν τους Ιωάννη Σούφρα και Ηλ. Σπανόπουλο,
οπότε δεν είχα κανένα πλέον συμπατριώτη μου εδώ στο στρατόπεδο. Η φρούρηση του
στρατοπέδου ήταν ως εξής: από μέσα σύρμα αγκαθωτό απλωμένο σε κουλούρα, στο
μέσον πλέγμα ηλεκτροφόρο και προς τα έξω τσιμεντένιες κολόνες ψηλές με σύρμα
πυκνό. Σκοπιά υπερυψωμένη και σκοπιά υπόγεια, σκυλιά και προβολείς οπότε ήταν
αδύνατο να δραπετεύσεις, αλλά και πού να πάς; Όταν έφτασαν τα ρωσικά στρατεύματα στα 50 χλμ, έριξαν προκηρύξεις τα
αεροπλάνα για να μην μας μετακινήσουν. Χάναμε συνεχώς βάρος γιατί δεν είχαν
να μας δώσουν τίποτα. Μας έκοψαν και το ψωμί. Είχαμε φτάσει 30-35 κιλά[2],
σχεδόν σκελετωμένοι. Όταν φτάσανε στα 30χλμ. οι Ρώσοι, κλείνει το εργοστάσιο.
Διοικητή είχαμε ένα καλό γέροντα, ο οποίος ήξερε αρχαία ελληνικά και καλούσε
κάτι φοιτητές κρατούμενους δικούς μας και μιλούσανε.
Ο Λουκάς Κόκκινος (δεξιά) μαζί με ένα
συγκρατούμενο (του στρατοπέδου Φάλκεζεν) με τα ριγέ ρούχα, στο Βερολίνο, μετά
την απελευθέρωση του στρατοπέδου (τέλος Απριλίου 1945) Αρχείο Λουκά Κόκκινου |
Περίπου 15 Απριλίου του 1945 μας μαζεύουν στην πλατεία και μας λένε ότι
η φρουρά θα φύγει, όποιος θέλει να πάει μαζί τους είναι δεκτός. Εμείς έπρεπε να
κάτσουμε εκεί μέσα, να μην βγούμε έξω και θα έλθουν να μας πάρουν, έτσι μας είπε. Η
χαρά μας ήταν απερίγραπτη, ποτέ δεν φανταζόμαστε ότι θα βγαίναμε ζωντανοί από
αυτή την περιπέτεια, απ' αυτή την κόλαση. Ξημερώνοντας δεν υπήρχε γερμανός να μας
φυλάει. Αλλά είχαμε όμως το στρατό το γερμανικό μπροστά στο μέτωπο. Και
υπήρχε κίνδυνος οπισθοχωρώντας, επειδή ήταν όλοι χιτλερικοί, να μπούνε να μας
σκοτώσουν. Τώρα επί το έργον. Έπρεπε να κόψουμε το συρματόπλεγμα σε μια μεριά.
Προς βορρά υπήρχε μια αποθήκη από τρόφιμα. Δυστυχώς φεύγοντας η φρουρά, άφησε
το ρεύμα ανοιχτό και πάνε κάπου 10 παιδιά, καήκανε, ευτυχώς ήμουνα πιο πίσω.
Πήγανε, βρήκανε το διακόπτη και τον κλείσανε και έτσι σταμάτησε ο κίνδυνος να
πάμε όλοι από ηλεκτροπληξία.
Μετά την απελευθέρωση, στα περίχωρα του Βερολίνου (Απρίλιος 1945) Ο Λουκάς Κόκκινος (δεξιά) μαζί με συγκρατούμενους Αρχείο Λουκά Κόκκινου |
Εν τω μεταξύ ανοίξαμε τα μαγειρεία και βρήκαμε κουραμάνες.
Ανέλαβε μια επιτροπή και μας έδωσε από 1/4 του κιλού. Πήγαμε στην αποθήκη
σιγά-σιγά, αφού πέφταμε, ο ένας σήκωνε τον άλλο, και πήραμε καρότα και
παντζάρια. Και μαζευτήκαμε μέσα. Τη νύχτα βγήκανε έξω μερικοί και τους πέτυχε
μια περίπολος και τους σκότωσε. Το μέτωπο πλησίαζε, έρχονταν σφαίρες από τα
πολυβόλα στις παράγκες οπότε και εμείς είμαστε συνεχώς πρηνηδόν σε κάτι
καταφύγια. Βλέπουμε τους Γερμανούς και έρχονται κάποια στιγμή και οχυρώνονται
στα 500 μέτρα μπροστά στο στρατόπεδο που βρισκόμασταν, οπότε οι Ρώσοι δεν θα
μπορούσαν να χτυπήσουν με τα κανόνια, γιατί τα βλήματα θα έρχονταν επάνω μας.
Περιμέναμε από ώρα σε ώρα να μας πιάσουν οι Ρώσοι. Περάσανε τέσσερις μέρες. Οι Ρώσοι έκαναν κυκλωτική κίνηση (πέταλο) στους
Γερμανούς για να τους αναγκάσουν να οπισθοχωρήσουν. Εμείς καθόμαστε
καθηλωμένοι. Βέβαια τα πολυβόλα δουλεύανε. Είχαμε εφοδιαστεί από ένα ξύλο για
μπαστούνι, ένα ψευτοσακίδιο που είχαμε τα τρόφιμα, μέχρι που ήλθε η μεγάλη μέρα
της λευτεριάς.
Δευτέρα, ημέρα του Αγίου Γεωργίου, 23 Απριλίου 1945. Η νύχτα
πέρασε ήσυχη, οπότε βλέπουμε να διασχίζουν δύο Ρώσοι[3] το
πρωί το συρματόπλεγμα και βέβαια μας άνοιξαν το δρόμο. Το Πάσχα αυτή τη χρονιά έπεφτε στις
6 Μαΐου. Ξεχυθήκαμε όλοι προς το μέρος τους και, με αυτή τη λίγη δύναμη που
είχαμε, τους σηκώσαμε στα χέρια. Μας λένε ότι πρέπει να απομακρυνθούμε
γρήγορα, γιατί οι Γερμανοί έχουν οχυρωθεί πίσω από το στρατόπεδο και επίκειται
μάχη. Ο θεός μας βοήθησε και πήρανε φτερά τα πόδια μας. Περάσαμε ανάμεσα από το
ρωσικό στρατό, χιλιάδες στρατιώτες και άρματα μάχης και μας διώχνανε όλο προς
τα πίσω.
Ήταν πρωί, περίπου 10 η ώρα. Μέχρι το απόγευμα φεύγαμε προς τα
μετόπισθεν, οπότε μας είπανε να σταματήσουμε. Μας είδαν ότι όλο και πέφταμε
κάτω και δεν μπορούσαμε να βαδίσουμε. Ξεκουραστήκαμε όλη τη νύχτα στο δάσος και
την άλλη μέρα ήλθαν αξιωματικοί και μας κάνανε διαλογή, δηλαδή μας ξεχωρίσανε
κατά εθνότητα, Πολωνούς, Ουκρανούς κλπ. Τους Ρώσους αιχμαλώτους τους κρατάγανε
ξεχωριστά. Επίσης κρατάγανε και Γερμανούς που είχαμε επιστάτες. Είχαμε
Γερμανούς κομμουνιστές, που ο Χίτλερ είχε συλλάβει και αυτοί μας χτυπούσαν
περισσότερο από τους στρατιώτες, τους Ναζί. Και όπως μάθαμε αυτούς τους
σκοτώσανε όλους, δηλαδή τους Γερμανούς αυτούς τους επιστάτες, τους
κομμουνιστές.
Ο Λουκάς Κόκκινος (πρώτος καθισμένος
αριστερά) μαζί με άλλους συγκρατούμενους στο Βερολίνο, μετά την έξοδο από το
στρατόπεδο συγκέντρωσης Αρχείο Λουκά Κόκκινου
|
Τέλος, σε όλους εμάς, Γάλλους, Ολλανδούς, Έλληνες, Βέλγους μας είπαν «κλέψετε
και φάτε[4],
εμείς δεν μπορούμε να σας τροφοδοτήσουμε,
μόνο φύγετε πίσω ακόμη». Μετά από τρεις μέρες πορεία, πηγαίνουμε στο
κεντρικό στρατόπεδο του Ζαξενχάουζεν και δεν βρήκαμε κανένα, εκτός από καμιά
l0αριά άτομα που κρυφτήκανε και μας είπαν ότι τους κρατουμένους τους
μετακίνησαν.
Όπως μάθαμε αργότερα η εκκένωση του Ζαξενχάουζεν είχε ξεκινήσει νωρίς το
πρωί στις 21 Απριλίου του 1945 από τους Γερμανούς. Οι 33.000 κρατούμενοι του
στρατοπέδου (μαζί τους γυναίκες και παιδιά) είχαν κληθεί να εγκαταλείψουν το
στρατόπεδο με κατεύθυνση βορειοδυτική. Περίπου 3.000 κρατούμενοι που ήταν πολύ
αδύνατοι ή άρρωστοι, αφέθηκαν στο στρατόπεδο για να ελευθερωθούν από τους
Ρώσους. Γερμανοί εγκληματίες και κατάδικοι του Ζαξενχάουζεν εφοδιάστηκαν με
όπλα και επιφορτίστηκαν με την επίβλεψη των κρατουμένων του στρατοπέδου κατά
την πορεία θανάτου[5] όπως ονομάστηκε.
Σε αυτή την πορεία του θανάτου ήταν δύο πατριώτες μας, ο Ιωάννης Σούφρας
και ο μπάρμπα-Ηλίας Σπανόπουλος και μου είπαν την ταλαιπωρία που πέρασαν. Εάν
βάδιζαν μια ημέρα ακόμη, θα έπεφταν, οπότε θα τους εκτελούσαν. «Πράγματι
επικρατούσε μια αναρχία. Κανείς δεν ήξερε πού θα μας πάνε, αφού μπροστά μας
πλησίαζαν οι σύμμαχοι να μας ελευθερώσουν. Κατά τη διαδρομή είχαν εκτελέσει
εκατοντάδες κρατουμένους που δεν μπορούσαν να βαδίσουν. Ήταν πράγματι πορεία
του μαρτυρίου. Διανυκτερεύσαμε σε ένα δάσος και το πρωί είχαν εξαφανισθεί όλοι
οι Γερμανοί», μου είχε εξιστορήσει ο Ιωάννης Σούφρας και πολλά άλλα τα
οποία δεν θυμάμαι.
Ο Λουκάς Κόκκινος (αριστερά), το
φθινόπωρο του 1945 στο Βερολίνο, Αρχείο Λουκά Κόκκινου
|
Οι Γερμανοί πολίτες είχανε εγκαταλείψει τα σπίτια τους και είχανε
μεταβεί στον αμερικανικό τομέα, γιατί ξέρανε τι τους περίμενε από τους Ρώσους.
Όποιο Γερμανό πολίτη βρίσκανε μπροστά τους τον εκτελούσανε επί τόπου. Τόσο
μεγάλο ήταν το μίσος των Ρώσων για τους
Γερμανούς.
Εμείς χωριστήκαμε σε ομάδες, είμαστε περίπου 100 Έλληνες, ανά 10, και κάθε ένας ανέλαβε
καθήκοντα για προμήθεια τροφίμων. Βρεθήκαμε σε προάστιο του Βερολίνου και
υπήρχαν εκεί εργατικές κατοικίες, μπήκαμε στα σπίτια και βρήκαμε τρόφιμα,
προπάντων πατάτες. Εκείνη η περιοχή δεν είχε βομβαρδιστεί, γιατί ήταν
αραιοκατοικημένη με μονώροφες κατοικίες.
Ευτυχώς, είχαμε ένα γιατρό συγκρατούμενο τον Κων/νο Βισαράκη από την
Αθήνα, που μας είχε συστήσει από την
αρχή να μη φάμε πολύ φαγητό, γιατί υπήρχε κίνδυνος να τρυπήσει το έντερό μας,
λόγω του ότι ήταν από την πείνα πολύ ψιλό. Μας κανόνιζε τι θα φάμε κάθε μέρα
και σε ποιες ποσότητες, έτσι ώστε να μην μας συμβεί κάτι άσχημο. Πολλοί πέθαναν
μετά την απελευθέρωση, επειδή έφαγαν πολύ. Λέγεται ότι και ο Θύμιος Ζαχαρίας
έτσι την έπαθε.
Τώρα αρχίσαμε να περιπλανιόμαστε. Μπαίναμε στα σπίτια[6] και
αρχίσαμε να ερευνούμε για να βρούμε κάποιο πράγμα αξίας, γιατί από κουστούμια
και ρούχα, είχαμε όσα θέλαμε. Πέσαμε και σε μια τράπεζα. Βέβαια είχαν περάσει,
άλλοι πρώτα και την είχαν ανοίξει. Τα μάρκα, σε δεσμίδες σκόρπιες στο έδαφος
και πήρα μερικά για ενθύμιο.
Το έδαφος στη Γερμανία είναι αμμώδες και
είχαμε βέργες σιδερένιες και ψάχναμε στον κήπο του σπιτιού για χωμένα κασόνια.
Η βέργα πήγαινε 1 μ.
βάθος, και όταν δεν πήγαινε, τότε υπήρχε κάτι χωμένο[7]. Τα
ξεχώναμε αλλά δυστυχώς όλο ρούχα βρίσκαμε. Διαλέγαμε
το καλύτερο σπίτι και μέναμε, γιατί μόνο ένα βαλιτσάκι είχαμε.
Άποψη του Βερολίνου στο τέλος του
Β’Παγκοσμίου πολέμου
|
Μετά την απελευθέρωση στο Βερολίνο υπήρχε έλλειψη τροφίμων.
Λειτουργούσαν ορισμένα καμπαρέ σε ισόγεια, γιατί ήταν κατεστραμμένο όλο το
κέντρο, αλλά, όπως μας έλεγαν άλλοι, που το είχαν γυρίσει όλο, ότι σε πολύ
μεγάλη ακτίνα δεν υπήρχε πολυκατοικία όρθια. Tις είχανε ισοπεδώσει οι βόμβες
που είχαν ρίξει οι Εγγλέζοι και οι Ρώσοι[8].
Άλλες πολυκατοικίες ήταν κομμένες στη μέση από τις βόμβες.
Με τις φωτογραφικές μηχανές στην τσάντα, στο Βερολίνο, μετά την απελευθέρωση από τους Ρώσους(δεύτερος από αριστερά). Αρχείο Λ. Κόκκινου |
Εμείς είχαμε τρόφιμα, επειδή κάναμε το φωτογράφο στα νοσοκομεία,
όπως προανέφερα, και όταν μπαίναμε στα καμπαρέ με τα τρόφιμα, έρχονταν οι
Γερμανίδες και μας διπλαρώνανε, για τα τρόφιμα που τους δίναμε, αλλά δεν τις
πλησιάζαμε γιατί ήταν όλες άρρωστες από αφροδίσια νοσήματα. Είχαν οι Ρώσοι
στρατιώτες τον πρώτο λόγο.
Σφραγίδα του φωτογραφείο του Βερολίνου απ΄όπου γινόταν η προμήθεια των φιλμ για τις φωτογραφικές μηχανές |
Για προμήθεια ψωμιού κάναμε το εξής: ο ρωσικός στρατός, εκτός από τα
αυτοκίνητα που προμήθευαν τρόφιμα στο μέτωπο, είχαν και άμαξες που τις έσερναν
βόδια. Οι άνδρες που τα οδηγούσαν ήταν πολύ σωματώδεις Τάταροι και Μογγόλοι.
Λαβαίναμε θέση κατά αραιά διαστήματα εμείς ντυμένοι με τα ρούχα της φυλακής και
τους λέγαμε ρωσικά: «νταβάϊ χλέπ γκρεκ
κομουνιστ» δηλαδή «δώστε μας ψωμί
είμαστε Έλληνες κομμουνιστές» και αυτοί μας πέταγαν κουραμάνες και παστά
κρέατα.
Στο στρατόπεδο είχαμε μάθει κάτι λίγα γερμανικά, γαλλικά, ρωσικά και
πολωνικά για να συνεννοούμαστε και τα υπόλοιπα τους τα λέγαμε ελληνικά, για να
μάθουνε και αυτοί. Όλα τα σπίτια είχανε ποδήλατα. Είχαμε πάρει από ένα να
κάνουμε βόλτες, αλλά μια μέρα μας σταμάτησε ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο και μας
τα πήρε. Αλλά το λάθος μας ήταν ότι φορούσαμε πολιτικά ρούχα. Μετά εμείς
βρήκαμε άλλα ποδήλατα, βγάλαμε τα λάστιχα, οπότε με τα στεφάνια δεν μας τα
ξαναπείραξαν.
Μετά την
απελευθέρωση, αφού φτάσαμε περπατώντας στο Ζαξενχάουζεν και δεν βρήκαμε
κανέναν, εκτός από λίγους, όπως έχω προαναφέρει, προχωρήσαμε ακόμα και μας
είπαν οι Ρώσοι να μείνουμε εκεί. Είμαστε στα προάστια του Βερολίνου. Μετά όμως
από ένα μήνα περίπου «πρέπει να φύγετε και να πάτε αλλού»
μας λέγανε την περιοχή, δεν θυμάμαι, με το αιτιολογικό ότι εκεί συγκεντρώνονται
όλοι, «για να σας διώξουν για την πατρίδα σας». Βέβαια με τα πόδια η
απόσταση που θα περπατούσαμε ήταν πάνω από 50 χιλιόμετρα. Πράγματα δεν είχαμε,
μόνο ένα βαλιτσάκι, δυο κουβέρτες. Φτιάξαμε καρότσα με ρόδες από ρουλεμάν, καθ'
ότι οι δρόμοι ήταν όλοι με άσφαλτο και ίσιοι και φτάσαμε στην εν λόγω τοποθεσία
μετά από μέρες.
Τρόφιμα είχαμε, αλλά μπαίναμε
και στα σπίτια και βρίσκαμε πατάτες, είχαμε τις κατσαρόλες μαζί μας και ανάβαμε
φωτιά. Ήταν καλοκαίρι και κοιμόμαστε έξω. Δια να μην επαναλαμβάνω τα ίδια δύο
φορές, ακόμη μας συνέστησαν να αλλάζουμε μέρος, για να φτάσουμε οριστικά από το
σημείο που φύγαμε για την Ελλάδα. Πάντως η ταλαιπωρία ήταν μεγάλη, καθ' ότι δεν
είχαμε ακόμη δυνάμεις, για να διανύσουμε τέτοιες αποστάσεις σε δύο μήνες, διότι
δεν τρώγαμε πολύ, για να μην σπάσει το έντερό μας[9], που
ήταν ακόμη λεπτό.
Ωραία περνάγαμε, αλλά όταν το Μάιο τελείωσε ο πόλεμος, μας είπαν οι
Ρώσοι ότι πρέπει να πηγαίνουμε στην ύπαιθρο να προμηθευόμαστε τρόφιμα, δηλαδή
πατάτες κλπ., γιατί θα επιστρέψουν οι Γερμανοί στα σπίτια τους και πρέπει να
φτιάξουμε παράγκες να μείνουμε, όπως και έγινε γιατί ήταν καλοκαίρι. Εγώ με
άλλους τέσσερις Έλληνες, μέναμε σε ένα γερμανικό σπίτι και ήρθε ένας γέροντας
Γερμανός που μας είπε να παραμείνουμε.
Στη φωτογραφία που έχω βγάλει με τα ρούχα της φυλακής στο εξώφυλλο της
πρώτης έκδοσης του βιβλίου μου, στο διάδρομο διακρίνεται μία κερασιά. Στο σπίτι
που μέναμε, είχε επιστρέψει ο γερμανός γέροντας ιδιοκτήτης του. Είμαστε παρέα 4
έλληνες. Εμείς μέναμε από πάνω και ο γέροντας έμενε από κάτω. Ήταν μικρό το
σπίτι. Η κερασιά ήταν φορτωμένη κεράσια. Του είπαμε του γέροντα να κόψουμε και
πιάνει μόνος του και μας δίνει μόνο μισό κιλό. Καταστρώνουμε σχέδιο τη νύχτα να
μάσουμε, φεγγάρι είχε. Τα μεσάνυχτα ανεβαίνω επάνω. Οι άλλοι ήταν αθηναίοι και
δεν τους άφησα να ανέβουν, για να μην πέσουν. Εγώ ήξερα, διότι ανέβαινα στις
ελιές. Αλλά ανοίχτηκα στο κλωνάρι, με αποτέλεσμα να ξεκλονιαστεί και να πέσω
κάτω. Ευτυχώς δεν ήταν ψηλά, 2-3 μέτρα, λίγο χτύπησα εις το πόδι. Ο γέροντας
δεν πήρε χαμπάρι. Τώρα πώς να δικαιολογηθούμε; Χαλάμε το φράχτη, που ήταν από
σύρμα. Το πρωί ο γέροντας γερμανός άρχισε να φωνάζει. Βγαίνοντας έξω, του
δείχνουμε το φράχτη χαλασμένο και του λέμε «Πάντιτ»(κλέφτες).
Στα περίχωρα του Βερολίνου την άνοιξη του 1945. Ο Λ. Κόκκινος είναι πρώτος δεξιά καθήμενος. Αρχείο Λουκά Κόκκινου |
Με τα λίγα γερμανικά που ξέραμε,
κουβεντιάζαμε μ’ αυτόν τον γέροντα για θέματα του πολέμου. Μας είχε κάνει
εντύπωση που είδαμε πολλά σπίτια ομοιόμορφα, με ίδιο εμβαδό, με τον ίδιο κήπο,
με ίδια διαρρύθμιση εσωτερικά και εξωτερικά, με κεραμοσκεπές, με
ασφαλτοστρωμένους δρόμους. Είχαμε μπει σε πάρα πολλά σπίτια και είχαν τις ίδιες ηλεκτρικές συσκευές και
όλα τα κομφόρ για μια άνετη διαβίωση. Αυτός ο γέροντας μας ενημέρωσε ότι ο Χίτλερ
είχε στεγάσει δωρεάν όλους τους εργάτες, τους είχε δώσει δουλειά με πολύ καλό
μισθό, δωρεάν περίθαλψη σε όλα τα μέλη κάθε οικογένειας και δωρεάν μηνιαία
επίσκεψη γιατρού. Πρόσθεσε ότι σαν πολίτες του γερμανικού κράτους ήξεραν
ότι βρίσκονταν σε πόλεμο με άλλα κράτη που ήταν «κατώτερα», αλλά δεν
γνώριζαν την αλήθεια για τις συνθήκες διαβίωσης των λαών στα κράτη που είχαν καταλάβει. Του
είπαμε για το τι έγινε στην Ελλάδα, ότι έκαψαν πολλά χωριά[10], ότι
σκότωσαν εκατοντάδες αθώους πολίτες, ότι κατέστρεψαν τη χώρα μας. Αφού
του εξιστορήσαμε και τις περιπέτειές μας στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, συμφώνησε
μαζί μας ότι θα έπρεπε κάποιος να είχε ανατρέψει τον Χίτλερ, όταν βρισκόταν
στην εξουσία, και φάνηκε ότι είχε την πρόθεση να δημιουργήσει όλα αυτά τα
προβλήματα σε δεκάδες χώρες της Ευρώπης.
Εν τω μεταξύ η οργάνωση του Ε.Α.Μ. άρχισε να γυρίζει μια ομάδα και να
μας γράφει, οπότε γράψανε και μένα. Μας συγκέντρωναν σε μια αίθουσα και μας
κάνανε διαφώτιση. Σε εκείνη την περιοχή συγκέντρωναν όλους τους ξένους
οι Ρώσοι. Δηλαδή όλους τους πρώην αιχμαλώτους πολέμου Βέλγους, Πολωνούς,
Γάλλους για να τους στείλουν στο κράτος που κατάγονταν, οπότε μαζευτήκαμε
αρκετοί Έλληνες. Τώρα γίναμε ένα στρατόπεδο από κρατουμένους με διοικητή ένα Ρώσο
αξιωματικό και υπήρχε και η σχετική φρουρά για να μη γίνονται φασαρίες.
Όταν στην Ελλάδα έγινε μετά τα Δεκεμβριανά[11],
δεξιά κυβέρνηση μας συγκεντρώνει η οργάνωση του Ε.Α.Μ., και με τα πανώ που
είχανε φτιάξει, κάναμε πορεία στο φρουραρχείο, που ήταν ο Ρώσος διοικητής. Η διαμαρτυρία μας ήταν για να φύγει η δεξιά
κυβέρνηση από την Ελλάδα. Βγαίνει ο αξιωματικός ο Ρώσος στο μπαλκόνι και μας
βγάζει λόγο. Εμείς μόνο όταν ακούγαμε «Στάλιν»,
τότε ζητωκραυγάζαμε χτυπώντας παλαμάκια. Μετά από αρκετή ώρα διαλυθήκαμε, αλλά
οι συγκεντρώσεις γίνονταν τακτικά.
Άρχισε η συγκοινωνία να λειτουργεί στο Βερολίνο με τα προάστια με
λεωφορεία, τραμ και υπόγειο σιδηρόδρομο. Τα μάρκα που είχα περνούσαν αλλά δεν
υπήρχε τίποτα αξιόλογο να αγοράσεις. Μπαίνοντας στο κέντρο του Βερολίνου ήταν
όλο κατεστραμμένο. Σπάνια να βρεις κάνα ισόγειο μαγαζί που να λειτουργεί ως
μπαρ για τους ρώσους στρατιώτες.
Στα περίχωρα του Βερολίνου μετά την απελευθέρωση (άνοιξη 1945). Ο Λουκάς Κόκκινος είναι πρώτος όρθιος δεξιά. Αρχείο Λουκά Κόκκινου |
Όταν μια μέρα έφτασα με τον υπόγειο στο κέντρο του Βερολίνου (Αλεξάντερ
Πλατς) είδα στον τοίχο το σημάδι που είχε ανέβει το νερό, όταν άνοιξαν τα Ες-Ες
τους κρουνούς του νερού και πνίξανε, όπως μας έλεγαν, πολύ κόσμο γιατί ήταν
όλοι σχεδόν ξένοι, καθ' ότι οι γερμανοί πολίτες είχαν καταφύγει στον
αμερικανικό τομέα.
Διεδόθη ότι θα γίνει πόλεμος μεταξύ Ρωσίας και Αμερικής και πηγαίναμε
προς τους Αμερικάνους να περάσουμε προς τα εκεί, αλλά ήταν στρατός και δεν μας
επιτρέψανε να πλησιάσουμε. Αρχίσανε τα πράγματα από άποψη φαγητού να στενεύουν
και σκεφτήκαμε ότι είμαστε 4 Έλληνες και μπορούμε να κάνουμε τον φωτογράφο. Είχαμε
δύο φωτογραφικές μηχανές βρει σε ένα σπίτι στο Βερολίνο και τις πήραμε. Επίσης,
είχαμε ανακαλύψει μέσα στο Βερολίνο ένα
φωτογραφείο απόμερο, δεν το ξέρανε οι άλλοι και μας προμήθευε φιλμ.
Πηγαίναμε στα νοσοκομεία και βγάζαμε φωτογραφίες τους τραυματίες, ρώσους
στρατιώτες, οπότε είχαμε ό,τι θέλαμε ψωμί, παστά κρέατα, βότκα κλπ. γιατί μας
πλήρωναν για τις φωτογραφίες που τους βγάζαμε. Βγάλαμε πολλές φωτογραφίες μεταξύ μας, οι πρώην κρατούμενοι των
στρατοπέδων. Τότε που είχαμε την φωτογραφική μηχανή δεν σκεφτήκαμε να
πάρουμε φωτογραφίες από το βομβαρδισμένο Βερολίνο και να τις φέρουμε στην
Ελλάδα. Δεν σκεφτήκαμε να πάμε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και να πάρουμε
φωτογραφίες από τα παραπήγματα που ζούσαμε ή τους φούρνους που έκαιγαν τους
κρατούμενους, αλλά και να το σκεφτόμασταν οι Ρώσοι δεν θα μας άφηναν. Η μόνη
μας σκέψη ήταν να γυρίσουμε το συντομότερο στην Ελλάδα.
Είχαμε
γνωρίσει μια ελληνίδα 50 ετών που έμενε στο κέντρο, και πολλές φορές
διανυκτερεύαμε στο σπίτι της, γιατί ήταν μακριά από εκεί που μέναμε. Επίσης,
κάναμε παρέα με μια ελληνίδα που είχε παντρευτεί γερμανό αξιωματικό και είχε
σκοτωθεί. Είχε επάνω της πολλά χρυσαφικά και μου δώρισε ένα δαχτυλίδι, αυτό ήταν το μόνο που έφερα στην Ελλάδα και
η φωτογραφική μηχανή.
Κατά το μήνα Μάιο του 1945 που τελείωσε ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, δεν
θυμάμαι ημερομηνία, όπως καθόμουνα ένα βράδυ στο σπίτι που μέναμε, όπως έχω
αναφέρει, με το που ήλθε ο Γερμανός γέροντας στα προάστια του Βερολίνου, ήταν
σούρουπο, ακούμε κανονιοβολισμούς που χάλαγε ο κόσμος. Προς στιγμήν τα χάσαμε,
διότι δεν ξέραμε ότι είχε τελειώσει ο πόλεμος, διότι μπροστά από τρεις μέρες
γίνονταν μάχες και ακούγαμε τα κανόνια.
Απέναντι από εκεί που μέναμε ήταν ο Ρώσος Διοικητής, πήγαμε να τον
ρωτήσουμε τι συμβαίνει. Ανησυχήσαμε διότι ήταν μια διάδοση ότι θα έρθουν σε
ρήξη Αμερικανοί με τους Ρώσους, οπότε η περιπέτειά μας θα συνεχίζονταν. Μας
ανακοίνωσε ότι τελείωσε ο πόλεμος. Συνέχεια ο ουρανός του Βερολίνου έλαμπε από
βεγγαλικά. Ο δε Ρώσος Διοικητής μας κάλεσε να πάμε στη συνέχεια στο τραπέζι
φαγητού, που είχαν ετοιμάσει στην ταράτσα του σπιτιού και ξενυχτήσαμε. Ξέραμε
μερικά Ρωσικά. Οι Ρώσοι πίνουν βότκα, ένα σαν τσίπουρο πολύ δυνατό. Εμείς λίγο ήπιαμε.
Αυτοί μέθυσαν. Ήταν περίπου 20 άτομα. Πάντως αξιωματικοί πρέπει να ήταν και
άρχισαν να πυροβολούν. Είμαστε τέσσερις Έλληνες και συνεννοηθήκαμε να φύγουμε.
Κάναμε οι δύο τον μεθυσμένο οπότε με τρόπο φύγαμε, διότι συνέχεια βγάζανε τα
πιστόλια και ρίχνανε. Να μην την πάθουμε τώρα
στο τέλος.
Από τις οδομαχίες που είχαν γίνει
oι δρόμοι και τα πεζοδρόμια ήταν γεμάτα σφαίρες άριχτες. Ο Ρώσος Διοικητής
έβαλε τους Γερμανούς να καθαρίσουν τις ανωτέρω τοποθεσίες και τα συγκέντρωσαν
μαζί με τα ξερά χόρτα που υπήρχαν σε ορισμένα σημεία και έβαλαν φωτιές.
Μας απαγόρευαν να κυκλοφορούμε σ’ εκείνα
τα σημεία, διότι έσκαγαν οι σφαίρες, λες και γινότανε μάχη.
Τον Ιούνιο και Ιούλιο 1945 καλά περάσαμε και κάναμε προμήθεια τροφίμων
συνεχίζοντας να βγάζουμε φωτογραφίες στα νοσοκομεία. Μπαίνοντας ο Αύγουστος μας είπαν
ότι θα μας βάλουν στα βαγόνια για την Ελλάδα, αλλά να εφοδιαστούμε τρόφιμα όσο
μπορούμε περισσότερα, γιατί οι Ρώσοι δεν μπορούν να μας τροφοδοτήσουν.
Με Έλληνες συγκρατούμενους λίγο πριν την επιστροφή στην Ελλάδα, καλοκαίρι του 1945. Ο Λ. Κόκκινος είναι πρώτος δεξιά. Αρχείο Λ. Κόκκινου |
Συγκέντρωσαν όλους
όσους ήταν από Τσεχοσλοβακία μέχρι Ελλάδα. Όπου περνούσε το τρένο κατεβαίνανε
οι κάτοικοι κάθε χώρας. Δεν θυμάμαι, πρέπει να ξεκινήσαμε περίπου 10 με 15
Αυγούστου 1945 και αντί να μπούμε στην Τσεχοσλοβακία που ήταν η χώρα μετά τη
Γερμανία, μας κάμανε προς τα επάνω στην Πολωνία. Όταν φτάσαμε στην Πολωνία
διαμαρτυρηθήκαμε γιατί μας πηγαίνουν προς τα επάνω, προς τη Σοβιετική 'Ένωση.
Μας είπανε ότι επειδή είναι
κατεστραμμένες οι γέφυρες στα Βαλκάνια, μας πάνε στα ρωσικά λιμάνια που
βρίσκονται στον Εύξεινο Πόντο για να μας στείλουν στην Ελλάδα δια θαλάσσης.
Φτάνουμε στη Βαρσοβία και πηγαίνει μια επιτροπή στο Ρώσο διοικητή που μας
συνόδευε να διαμαρτυρηθεί, γιατί μας πάνε προς στα επάνω, γιατί ελέχθη ότι μας
πάνε στη Ρωσία για δουλειά. Εν τω μεταξύ εμείς βγήκαμε από τα βαγόνια και δεν
μπαίναμε Τελικά, όμως επειδή εμείς φωνάξαμε ότι δεν εγκρίνουμε τη λύση αυτή,
μας γυρίσανε πίσω και τελικά επιστρέψαμε μέσω Βαλκανίων, δηλαδή δια μέσου
Ρουμανίας και Βουλγαρίας. Είπαν ότι επενέβη ο Ερυθρός Σταυρός[12],
γιατί είμαστε οι περισσότεροι κρατούμενοι από τα Βαλκάνια και μας γύρισαν πίσω.
Στο τρένο που ήμουνα, ήταν τρύπια από επάνω τα βαγόνια, με αποτέλεσμα να
πιάσει βροχή και τη νύχτα, εκεί που κοιμόμουνα, να βραχώ καθώς και δύο άλλοι.
Αρρωσταίνω με 40 πυρετό. Γιατρός δεν υπήρχε, ούτε φάρμακα. Μόλις μπαίνουμε στην
Τσεχοσλοβακία είχα ένα καλό φίλο, τον Αντώνιο Κοντό από την Αθήνα και του δίνω
ένα σακάκι να το πουλήσει στην αγορά, γιατί τα μάρκα δεν περνάγανε, και να
πάρει τρεις κούπες, δύο ξυραφάκια, βαμβάκι και οινόπνευμα για να μου πάρουν κοφτές βεντούζες[13]. Το
τρένο σταματούσε σε κάθε πόλη, για να πάρουμε νερό και τρόφιμα πουλώντας ρούχα,
ή κάνοντας πλιάτσικο. Πράγματι τα φέρνει ο φίλος μου και υπήρχε μια
γυναίκα που ήξερε, και μου έκοψε αρκετές βεντούζες καθώς και στους άλλους δύο
αρρώστους. 'Ένας δίπλα μου δεν δέχτηκε να του κόψουν βεντούζες, με αποτέλεσμα
να πεθάνει μετά από λίγες ημέρες. Εγώ ήξερα από τη μητέρα μου πως, όταν
κρυώναμε, αμέσως βεντούζες κοφτές μας έπαιρνε και όταν το ποτήρι γέμιζε έως τη
μέση με αίμα, έλεγε η μητέρα μου ότι βγαίνει το κρύο.
Ο συγκρατούμενος και φίλος Αντώνης Κοντός από την Αθήνα, που με βοήθησε στο ταξίδι της επιστροφής στην Ελλάδα
|
Στην αποστολή που έρχονταν στην Ελλάδα εμφανίστηκαν ταγματασφαλίτες και
άρχισαν να κάνουν φασαρίες με τους Εαμίτες (οπαδοί του ΕΑΜ και του ΚΚΕ).
Επενέβαινε ο Ρώσος διοικητής και τους ησύχαζε. 'Όπως είπα, το τρένο σταματούσε
την ημέρα ορισμένες ώρες, για να πάμε στα χωράφια να κλέψουμε, για να
μαγειρέψουμε. Είχαμε κατσαρόλα, μαζεύαμε ξύλα και μαγειρεύαμε και
προμηθευόμαστε και νερό να πίνουμε. Φτάνουμε στο Βουκουρέστι και μπαίνουμε στο
τραμ για να πάμε στο κέντρο της πόλης. Μόλις φτάναμε βλέπουμε πλήθος
συγκεντρωμένων μπροστά στα ανάκτορα του βασιλιά Μιχαήλ να φωνάζουν κρατώντας
πανό. Επάνω στα ανάκτορα οι φρουροί με πολυβόλα. Δεν κατεβήκαμε καθόλου.
Επιστρέψαμε στο τρένο γιατί κάτι θα συνέβαινε. Γίνονταν διαδήλωση για να φύγει
ο βασιλιάς από τη Ρουμανία, την πατρίδα του. Το τρένο μόνο νύχτα προχωρούσε και
πήγαινε, πολύ αργά γιατί το δίκτυο του σιδηροδρόμου ήταν σε πολλές τοποθεσίες
κατεστραμμένο.
Μπαίνοντας στη Ρουμανία μια παρέα, σταματημένο βέβαια το τρένο, μπαίνει
σε μια αποθήκη και κλέβει μια κατσίκα την οποία έσφαξαν και έκρυψαν επάνω στο
βαγόνι. Εμείς πηγαίναμε στα χωράφια για να βρούμε κάτι για φαγητό. Κάποιοι
ηλικιωμένοι χασικλήδες βρήκαν το ψωμί
τους, δηλαδή καναβουριά και μάζεψαν αρκετή. Πηγαίνοντας το τρένο στον
επόμενο σταθμό, κατέφθασε η αστυνομία ρουμανική και με την άδεια του ρώσου
διοικητή μας έκανε έρευνα για να βρουν την κατσίκα. Δεν τη βρήκανε γιατί ήταν
από πάνω στο βαγόνι. Τα βαγόνια βέβαια, ήταν αυτά που μεταφέρουν εμπορεύματα
και κοιμόμαστε χάμω στα σανίδια. Αφού προχώρησε αρκετά η αμαξοστοιχία,
κατεβάσαμε κάτω την κατσίκα και τη μοιραστήκαμε.
Φτάνουμε στα σύνορα Βουλγαρίας και Ρουμανίας, στον ποταμό Δούναβη.
Υπήρχαν ποταμόπλοια που είχαν επάνω γραμμές τρένου και έμπαιναν ορισμένα βαγόνια
επάνω στο πλοίο και περνούσαν απέναντι στη Βουλγαρία και τα τραβούσε άλλη
μηχανή που υπήρχε εκεί.
Η οργάνωση του ΕΑΜ που μας είχανε γραμμένους, άρχισε να μας
προετοιμάζει να μείνουμε στη Βουλγαρία, γιατί μας έλεγαν ότι τώρα θα αρχίσει ο
αγώνας για την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους φασίστες. Το τρένο δεν
έφτανε μέχρι τα ελληνικά σύνορα, δηλαδή σταμάτησε στην τοποθεσία Κούλα
(Σιδηρόκαστρο), απόσταση περίπου 10 χλμ. Μας έβαλαν σε μικρό τρενάκι και
φτάσαμε μέχρι τα σύνορα τα δικά μας. Την τελευταία μέρα προτού κατεβούμε από τα
βαγόνια, περνάει μια επιτροπή του ΕΑΜ, νύχτα και ρωτούσε ποιοι επιθυμούν να
μείνουν επάνω. Φτάνουν και σε μένα «Νεαρέ, τι θα κάνεις θα κάτσεις εδώ;» «Θα καθόμουνα, αλλά έχω τέσσερις αδελφάδες
και τα γερόντια και πρέπει να δω εάν ζούνε. Τον αγώνα εγώ θα τον συνεχίσω από
μέσα από την Ελλάδα». «Μπράβο»
μου λένε και φύγανε. Οι μισοί από την αποστολή, που είμαστε περίπου 500,
μείνανε επάνω. Το τρενάκι κουβαλούσε τους υπόλοιπους στα σύνορα.
Στο βαγόνι που επιστρέφαμε, είχαμε και εβραίους μέσα, που έρχονταν στην
Θεσσαλονίκη. Τους ρώτησα «πώς γλιτώσατε από το Άουσβιτς;» Μου
είπανε ότι γλιτώσανε, γιατί ξέρανε γερμανικά και τους είχαν διερμηνείς. Άκουγα
να ρωτούν να μάθουν πόσο έχει η λίρα, πόσο το δoλλάριo, άνθρωποι του χρήματος.
Έρχεται πίσω ένας και μας λέει ότι οι Βούλγαροι στρατιώτες κάνουν
πλιάτσικο στη γέφυρα. Εγώ είχα την φωτογραφική μηχανή και το δαχτυλίδι. Το
τρύπωσα στη φόδρα, στο σακάκι και τη μηχανή, είχα ένα καρπούζι και άνοιξα μια
τάπα, το κούφωσα μέσα και την έβαλα εκεί. Από αποσκευές μόνο ένα βαλιτσάκι,
είχα όπως όλοι. Παίρνω το καρπούζι στη μασχάλη με την τάπα προς τα μέσα, μου
κάνουν έρευνα, βέβαια φόραγα τα ρούχα της φυλακής και με άφησαν. Στο μεταξύ
ενημερώθηκε ο Ρώσος αξιωματικός, ότι γίνεται κλεψιά στα σύνορα και ήλθε
επιτόπου, οπότε αμέσως σταμάτησε το κλέψιμo.
Μόλις περάσαμε τη γέφυρα γονατίσαμε και φιλάγαμε το ελληνικό χώμα, που
με τη βοήθεια του Θεού γυρίσαμε ζωντανοί από αυτή την περιπέτεια. Μας
πάνε κατόπιν στο Σιδηρόκαστρο και από εκεί στη Θεσσαλονίκη.
Αμέσως πήρα τηλέφωνο στο σπίτι μου στην Άμφισσα, ότι έφθασα στην Ελλάδα.
Πρέπει να ήταν στις 19 Σεπτεμβρίου 1945, όπως αναφέρει και η βεβαίωση του
Ερυθρού Σταυρού. Η μάνα και τα αδέλφια μου πήγανε να τρελαθούν από τη χαρά
τους. Δεν ξέρω γιατί, μας βάλανε σε πλοία για να μας μεταφέρουν στον Πειραιά.
Το πλοίο προχωρούσε πολύ σιγά. Μας είπανε ότι υπάρχουν νάρκες. Άλλο χτυποκάρδι
μέχρι να φτάσουμε στον Πειραιά.
Ανεβαίνω στην Αθήνα και πάω στο καφενείο του Μαρίνου, κάτω από την Ομόνοια,
που σύχναζαν οι Αμφισσείς. Τον πρώτο που βρήκα ήταν ο Αχιλλέας ο Τριάντης που
είχε μετέπειτα το μπακάλικο στην Άμφισσα. Μου λέει «εσύ δεν είσαι ο Λουκάς Κόκκινος;»
Του απαντώ «μάλιστα». «Παιδάκι μου, εσένα σε έχουμε για πεθαμένο
όπως έγραψε μια εφημερίδα. Επέστρεψε και ο αδελφός σου ο Γιώργος από τη
Γερμανία», μου λέει. Τότε έμαθα ότι είχαν φέρει και αυτόν, γιατί αυτόν
τον πήραν μετά από εμένα από το Χαϊδάρι. Την άλλη μέρα μπαίνω στο λεωφορείο για
την Άμφισσα. Η συνάντηση στο σπίτι ήταν συγκινητική. Έπειτα από πολλές
περιπέτειες μαζευτήκαμε όλοι στο σπίτι, χάρη στη
βοήθεια της Παναγίας.
Η μητέρα μου αγωνιούσε για τη ζωή των δύο παιδιών της και, όταν είχαν
μεταφέρει οι Γερμανοί εμένα και το Γιώργο στη Γερμανία, έκανε τάματα και
αφιερώσεις σε εκκλησίες ελπίζοντας στη βοήθεια της Παναγίας. Επίσης πήγαινε
ξυπόλητη στην Αγία Παρασκευή και τον προφήτη Ηλία. Είχε φτάσει μέχρι τη Δαμάστα
Λαμίας για να προσευχηθεί. Τελειώνοντας, τα έργα της και οι προσευχές της, μας
βοήθησε η Παναγία να επιστρέψουμε και οι δύο από τη Γερμανία.
Ο αδερφός μου Γιώργος βρισκόταν
σε στρατόπεδο συγκέντρωσης κοντά στα γαλλικά σύνορα. Η μεταφορά του από το
Χαϊδάρι έγινε με βαγόνια τραίνου κάτω από τις ίδιες συνθήκες με τη δική μου
μεταφορά. Στο συγκεκριμένο στρατόπεδο οι κρατούμενοι ασχολούνταν με υπαίθριες
δουλειές, κατασκευή δρόμων, ανοικοδόμηση βομβαρδισμένων σπιτιών και σε
αγροτικές εργασίες. Εσωτερικά του στρατοπέδου η τακτική των γερμανών ήταν η
ίδια : 12ωρη εργασία καθημερινά, ξύλο, πείνα, εκτελέσεις λόγω αποδράσεων, ή για
εκφοβισμό. Οι κρατούμενοι του στρατοπέδου ελευθερώθηκαν από τους Εγγλέζους το
τέλος Απριλίου 1945. Ο αδερφός μου μεταφέρθηκε στην Αγγλία και στη συνέχεια με
πλοίο, μαζί με άλλους έλληνες κρατουμένους, στην Ελλάδα.
Όταν επέστρεψα, ήλθε η Τασούλα Κακκανά, με αγκάλιασε και μου λέει «την
ζωή μου την οφείλω σε εσάς τα Κοκκινόπουλα,
σ’ εσένα και το Γιώργο. Έλεγα ότι θα με προδώσετε επειδή είμαστε
αντιθέτου ιδεολογίας». «Άκου Τασούλα μου, της λέω, εχθρός μας ήτανε
οι Γερμανοί και όχι οι κομμουνιστές, βέβαια γίνανε λάθη και από τις δύο
πλευρές, είμαστε όλοι έλληνες. Το ξύλο που έφαγα για σένα και τον Σπανόπουλο το
περίμενα, αλλά κράτησα το στόμα μου κλειστό και για σας και για άλλους που
ήξερα …». Ο μπάρμπα-Ηλίας Σπανόπουλος επανειλημμένως με είχε ευχαριστήσει
που δεν τον πρόδωσα, παρ' όλο το ξύλο που έφαγα. Του απαντώ ότι «εγώ
είχα αποφασίσει ότι θα πεθάνω, παρά να πρoδώσω».
[1] Στα ανατολικά σύνορα προέλαυναν οι Ρώσοι (ο Κόκκινος
Στρατός βρίσκεται πλησίον του Βερολίνου) και δυτικά οι Βρετανοί με τους Αμερικάνους
βρίσκονται στον ποταμό Έλβα. (Σ.τ.ε.)
[2] Οι Άγγλοι, την ημέρα που απελευθέρωσαν το στρατόπεδο
Μπέργκεν-Μπέλσεν, αναφέρουν : «Πολλοί
κρατούμενοι ήταν κυριολεκτικά ζωντανοί σκελετοί με χαρακωμένα, κάτωχρα πρόσωπα.
Οι περισσότεροι φορούσαν κάτι που έμοιαζε με ριγέ πιτζάμα – άλλοι φορούσαν
πραγματικά κουρέλια, ενώ οι γυναίκες φορούσαν ριγέ φανελένιες ρόμπες ή
οτιδήποτε άλλο είχαν καταφέρει να βρουν». «Είναι απίστευτο. Δεν υπάρχει
οργάνωση, δεν υπάρχουν τρόφιμα, δεν υπάρχει τίποτε. Πεινασμένοι, αποστεωμένοι,
απελπισμένοι, παράφρονες, αυτοί οι άνθρωποι που τριγυρνούν άσκοπα στο
στρατόπεδο έχουν καταντήσει σα ζώα. Τα μάτια μου έχουν δει πολλά και πίστευα
ότι μπορούσα να αντέξω το οτιδήποτε, αλλά αυτό με ταρακούνησε, μου έφερε
αναγούλα», Ben Sephard, Μετά την αυγή, σελ. 49-50, 67. (Σ.τ.ε.)
[3] «Οι Ρώσοι στρατιώτες που μπήκαν πρώτοι στο στρατόπεδο
και αντίκρυσαν χιλιάδες ετοιμοθάνατους δεν χαιρετούσαν, δεν χαμογελούσαν.
Έδειχναν συντετριμμένοι, όχι μόνο από οίκτο αλλά και από ένα συγκεχυμένο
αίσθημα αμηχανίας που σφράγιζε τα στόματά τους μπροστά σ’ αυτό το μακάβριο
θέαμα. Ήταν η ίδια ντροπή, η τόσο γνώριμη σ’ εμάς, που μας κατέκλυζε μετά από
κάθε διαλογή και κάθε φορά που ήμασταν υποχρεωμένοι να παρακολουθήσουμε ή να
υποστούμε έναν εξευτελισμό. Μια ντροπή που οι Γερμανοί αγνοούσαν, η ντροπή που
νιώθει ο δίκαιος μπροστά στην αδικία που διέπραξε κάποιος άλλος και η καλή του
θέληση που αποδείχτηκε ασήμαντη, ανεπαρκής και εντελώς αναποτελεσματική», Primo Levi, Αυτοί
που βούλιαξαν και αυτοί που σώθηκαν, σελ 76. (Σ.τ.ε.)
[4] «Όλα τα σπίτια
των Γερμανών στη διάθεσή σας. Μπείτε μέσα και πάρτε ό,τι σας χρειάζετε, κάντε
και σεις ό,τι σας έκαναν… - μας είπε ένας Ρώσος αξιωματικός», Έρικα
Κούνιο-Αμαρίλο, 50 χρόνια μετά, σελ 176.
(Σ.τ.ε.)
[5] «Οι πορείες
θανάτου δεν ήταν καινούρια ιδέα των ναζί. Ξεκίνησαν τον Ιανουάριο 1940 όπου
υποχρέωσαν 800 Πολωνούς αιχμαλώτους σε μια πορεία 100 χλμ. με αποτέλεσμα να
επιβιώσουν ελάχιστοι. Στα χρόνια που ακολούθησαν οι ναζί επέβαλαν πορείες
θανάτου όταν έκαναν εκκαθαρίσεις των στρατοπέδων και μετέφεραν αιχμαλώτους από
το ένα στρατόπεδο στο άλλο». L. Rees, Οι ναζί και η τελική λύση, σελ. 292-293. Νωρίτερα το
είχαν εφαρμόσει οι Τούρκοι στους Έλληνες του Πόντου!
Στην αναμνηστική στήλη που έχει τοποθετηθεί για την
πορεία θανάτου στο Sachsenhausen, στο χώρο που
αποτελεί πλέον μουσείο, αναγράφεται : «Οι
γραμμές με τους αιχμαλώτους ήταν υποχρεωμένες να βαδίζουν 20 έως 40 χιλιόμετρα την
ημέρα. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι πρόσφυγες και στρατιωτικές δυνάμεις και έτσι οι
γραμμές των αιχμαλώτων κινούνταν πολύ αργά. Οι φύλακες είχαν διαταγές να
πυροβολούν όποιον προσπαθούσε να βρει αποθηκευμένες πατάτες στα ερείπια που
περνούσαν. Το πλάνο που υπήρχε ήταν να οδηγήσουν τους κρατούμενους στη Βαλτική
όπου θα τους έβαζαν σε καράβια που στη συνέχεια θα τα άφηναν να βουλιάξουν. Οι αιχμάλωτοι αναγκάστηκαν να
περπατήσουν κάτω από δύσκολες συνθήκες με φοβερό κρύο και χιόνι. Πολλοί δεν
άντεξαν και πέθαναν στη διάρκεια της διαδρομής. Ορατός ήταν ο κίνδυνος
επιδημιών. Κάτω από αυτές τις συνθήκες οι Γερμανοί φύλακες αποφάσισαν να φύγουν
για να σωθούν και άφησαν τους αιχμαλώτους στην τύχη τους. Κατά τη διάρκεια της
εκκένωσης είχε ειδοποιηθεί ο Ερυθρός Σταυρός και προσπάθησε να προσεγγίσει τις
ομάδες των αιχμαλώτων αυτής της πορείας θανάτου για να μοιράσει τρόφιμα και να
περιθάλψει τους νοσούντες. Οι αιχμάλωτοι μόνοι τους προσπάθησαν να βρούν τροφή
μέχρι να φτάσει ο Ερυθρός Σταυρό.». (Σ.τ.ε.)
[6] «Ύστερα από λίγο
βρεθήκαμε μπροστά σε μια ωραία βίλα. Η πόρτα ήταν ορθάνοιχτη και μας καλούσε
μέσα. Στην τραπεζαρία το τραπέζι ήταν στρωμένο με κατάλευκο τραπεζομάντηλο,
ωραία πιάτα και κρυστάλλινα ποτήρια μισογεμισμένα με κρασί. Ήταν ολοφάνερο ότι οι άνθρωποι είχαν
φύγει γρήγορα. Σταθήκαμε μπροστά στις ντουλάπες και διαλέξαμε ρούχα. Πήραμε
κουβέρτες και παπλώματα. Στο δρόμο συναντήσαμε πολλούς κρατούμενους που
προχωρούσαν με λάφυρα στα χέρια», ‘Έρικα Κούνιο-Αμαρίλιο, 50 χρόνια
μετά, σελ. 177. (Σ.τ.ε.)
[7] «Κατά την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αρκετοί
από τους ηγέτες των Γερμανών εθνικοσοσιαλιστών φρόντιζαν επιμελώς να κρύβουν
στο έδαφος μεγάλες ποσότητες χρυσού, κοσμημάτων και πολύτιμων λίθων, τις οποίες
λαφυραγώγησαν από τα θησαυροφυλάκια των χωρών που είχαν καταλάβει καθώς και από τα εκατομμύρια των Εβραίων που
είχαν δολοφονήσει…. Στο τέλος του πολέμου σε γερμανικά εδάφη ανακαλύφθηκαν από
τους συμμάχους θησαυρούς (ράβδους χρυσού, βαλίτσες με χρυσά αντικείμενα,
εκατομμύρια γερμανικά και νομίσματα άλλων χωρών, ράβδους πλατίνας, ασημένια
πιάτα και άλλα αντικείμενα… Μετά το πέρας του πολέμου ο στρατηγός Αϊζενχάουερ
περιέγραψε τη σκηνή όπου ήταν αυτόπτης μάρτυρας: «Βαλίτσες, κιβώτια και άλλα δέματα με χρυσά και ασημένια πιάτα που είχαν προφανώς λεηλατηθεί από ιδιωτικές
κατοικίες σ’ όλη την Ευρώπη είχαν ισιωθεί με χτυπήματα σφυριών προφανώς για να
μπορούν να αποθηκευτούν εύκολα» στην εύρεση μεγάλης ποσότητας «θησαυρού».
Αυτές οι πληροφορίες είχαν διαδοθεί μεταξύ των επιζώντων των στρατοπέδων
συγκέντρωσης αλλά και των συμμαχικών δυνάμεων και όλοι έψαχναν για θησαυρούς
που κρύβονταν στο έδαφος της Γερμανίας... Μετά τον πόλεμο συστάθηκε μια επιτροπή
η οποία θα συνέλεγε τον κλεμμένο χρυσό και θα τον επέστρεφε στους νόμιμους
ιδιοκτήτες του. Αυτή η συμμαχική επιτροπή βεβαίωνε ότι ο θησαυρός των Ναζί
προερχόταν από τις τράπεζες της Ευρώπης και όχι από τους ιδιώτες. Μεγάλο μέρος
του ευρεθέντος χρυσού μοιράστηκε στις χώρες που είχαν δοσοληψίες με τους
γερμανούς εθνικοσοσιαλιστές κατά τη διάρκεια του πολέμου. Όσος χρυσός απέμεινε
η επιτροπή κλήθηκε να τον διανείμει προς όφελος των θυμάτων. Τα χρήματα που
μοιράστηκαν ήταν πολύ λίγα», Κ. Τσοπάνης, Ο χρυσός των Ναζί, σελ. 8,20.
(Σ.τ.ε.)
[8] «Στις 24 Απριλίου 1945 οι συμμαχικές δυνάμεις μόλις
είχαν εξαπολύσει επίθεση από αέρος και το μέρος εκείνο φάνταζε σαν σεληνιακό
τοπίο. Το μισό τμήμα του αρχηγείου του Χίτλερ είχε καταστραφεί, σπίτια
στρατηγών είχαν ισοπεδωθεί. Εκείνη τη νύχτα της 27ης-28ης
Απριλίου 1945 οι βομβαρδισμοί των Ρώσων κατά της Καγκελαρίας στο Βερολίνο είχαν
φτάσει στο ζενίθ. Φαινόταν πως κάθε βομβαρδισμός πετύχαινε το στόχο του,
ακριβώς στο κέντρο της Καγκελαρίας. Από στιγμή σε στιγμή ανέμεναν πια οι Ρώσοι
στρατιώτες να φτάσουν και να εισβάλουν στην Καγκελαρία για να συλλάβουν τον
Χίτλερ ζωντανό. Στις 28 Απριλίου οι Ρώσοι μάχονταν κοντά στο κέντρο του
Βερολίνου και δεν υπήρχε ίχνος γερμανικού στρατού», H. Trevor-Roper, Χίτλερ –
οι τελευταίες μέρες 1945, σελ 251, 264. (Σ.τ.ε.)
[9] Οι Βρετανοί απελευθέρωσαν το στρατόπεδο
Μπέργκεν-Μπέλσεν, μια ανθρώπινη χωματερή όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στα νέα
της εποχής, στις 12 Απριλίου του 1945. Η Σάρα Μπικ διηγείται «Οι κρατούμενοι έτρωγαν λαίμαργα ότι τους έδιναν
οι Βρετανοί. Τα πακέτα εκστρατείας που μας έδωσαν περιείχαν : μπέικον,
λουκάνικα, χοιρινό τεμάχια, λαχανικά, κέικ, βούτυρο, μαρμελάδα. Έφαγα κι εγώ
αλλά το στομάχι μου δεν μπόρεσε να το κρατήσει. Μια κοπέλα δίπλα μου πέθανε από
το πολύ φαγητό. Αργότερα υπολογίσαμε ότι πέθαναν περίπου 2.000 άτομα μέσα σε
μια εβδομάδα λόγω ακατάλληλης τροφής. Οι Βρετανοί είχαν κάνει το πρώτο μεγάλο
λάθος. Μετά από αυτή την τροπή των πραγμάτων μιλούσαμε μ’ ένα βρετανό
αξιωματικό και μας είπε ότι αντιλήφθηκαν αργά ότι σε λιμοκτονούντες ανθρώπους
δεν έπρεπε να δώσεις πολλή τροφή γιατί τους κάνει κακό», Ben Shepard,
Μετά την αυγή, σελ. 54-55. (Σ.τ.ε.)
[10] Οι Ιταλοί και οι Γερμανοί κατακτητές είχαν σαν αρχή
όταν εκτελούνταν ένας δικός τους στρατιώτης στη συνέχεια να εκτελούν πληθώρα
κατοίκων των παραπλήσιων χωριών για αντίποινα. Σε αρκετές περιπτώσεις έκαψαν
και ολόκληρα χωριά (στην περιοχή μας η Αγ. Ευθυμία, η Βουνιχώρα, η Σεγδίτσα, η
Τοπόλια). (Σ.τ.ε.)
[11] Ο όρος Δεκεμβριανά
αναφέρεται σε μία σειρά ένοπλων
συγκρούσεων που έλαβαν χώρα στην Αθήνα
το Δεκέμβρη 1944 - Γενάρη 1945, ανάμεσα σε δυνάμεις αριστερών οργανώσεων (ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΚΚΕ) και
δυνάμεις που ανήκαν στο υπόλοιπο πολιτικό φάσμα, από την σοσιαλδημοκρατία (όπως
ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου, ηγέτης του
τότε "Δημοκρατικού Σοσιαλιστικού Κόμματος") έως την άκρα δεξιά. Στην
σύρραξη ενεπλάκησαν και οι Βρετανοί. Ο όρος Δεκεμβριανά
οφείλεται στην περίοδο που πραγματοποιήθηκαν οι συγκρούσεις (μήνας Δεκέμβριος).
Αφορμή για την έναρξη των συγκρούσεων αποτέλεσε η διαδήλωση που οργάνωσε στο
κέντρο της Αθήνας το ΕΑΜ στις 3 Δεκεμβρίου του 1944. Η βαθύτερη αιτία
ήταν η διαμάχη ανάμεσα σε δύο δυνάμεις που διεκδικούσαν την εξουσία: Από τη μια
το ΕΑΜ, το οποίο ελεγχόταν από το ΚΚΕ αλλά είχε απήχηση, ιδιαίτερα στα λαϊκά
στρώματα και τις τάξεις των διανοουμένων. Το φιλοσοβιετικό ΕΑΜ, που είχε
καταστεί ισχυρότατος πολιτικός και στρατιωτικός μηχανισμός, όντας η
σημαντικότερη αντιστασιακή δύναμη στην κατεχόμενη Ελλάδα, είχε σε πολλές
περιοχές της χώρας de facto την
εξουσία στα χέρια του μετά το τέλος του πολέμου και ήθελε να αποτρέψει την
επάνοδο του βασιλιά, καθώς και την τυχόν ανασύσταση δικτατορικού καθεστώτος,
όπως αυτό της μεταξικής περιόδου. Από την άλλη πλευρά είχαν
συνασπιστεί το σύνολο των αντικομμουνιστικών ένοπλων δυνάμεων, φιλελεύθεροι και
φιλοβασιλικοί, με την υποστήριξη των Άγγλων, που ήθελαν να αποτρέψουν την
εγκαθίδρυση του κομμουνισμού στην Ελλάδα και ευνοούσαν την επιστροφή του
βασιλιά, ο οποίος παραδοσιακά εξέφραζε την φιλοαγγλική πολιτική. (Σ.τ.ε.)
[12] Στο πέρας του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου ο Ερυθρός Σταυρός
επιφορτίστηκε με την καταγραφή των αιχμαλώτων πολέμου και οργάνωσε τον
επαναπατρισμό τους. (Σ.τ.ε.)
[13] Οι κοφτές βεντούζες γίνονταν στην πλάτη. Μ’ ένα
ξυραφάκι χαράσσονταν ελαφρά το δέρμα και πάνω στις χαραξιές τοποθετούνταν
ποτήρι που είχε ζεσταθεί στη φωτιά. Τα ποτήρια γέμιζαν κατά το ήμισυ με το αίμα
που έβγαινε. Αφού αφαιρούνταν τα ποτήρια με το αίμα, γινόταν έντονη εντριβή με
οινόπνευμα στην περιοχή της πλάτης. Στη συνέχεια ζεστά ρούχα και ύπνος. Ήταν το
γιατρικό για κάθε είδους κρυολόγημα την εποχή εκείνη και μέχρι πρόσφατα
(δεκαετία του ’70). (Σ.τ.σ.)