Κυριακή 2 Αυγούστου 2015

Μετά τον πόλεμο...

      Δυό μέρες μετά τον γυρισμό μου στην Άμφισσα, παρουσιάστηκα στο Γυμνάσιο και οι καθηγητές μου χαρήκανε πολύ που με βλέπανε ζωντανό, έπειτα από αυτή την περιπέτεια. 

      Αφού για πολύ ώρα με ρωτήσανε για τα διάφορα περιστατικά, στο τέλος μου λένε «να έρθεις αύριο να δώσεις εξετάσεις για να πάρεις τις δύο τάξεις που έχασες». Πράγματι έτσι και έγινε και με προβιβάσανε στην έκτη οκταταξίου και συνέχισα το σχολείο.

     Στο τέλος του 1945 λογομάχησε ο αδερφός μου ο Γιώργος με κάποιον Αμφισσιώτη, ο οποίος πήγε και του έφτιαξε φάκελο στην Αστυνομία σαν αριστερό. Στη συνέχεια στρατεύτηκε προς το τέλος το 1946, κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου. Μετά τη βασική εκπαίδευση τους χωρίσανε, άλλους για τη Μακρόνησο και άλλους για τις επιχειρήσεις. Αυτόν τον ξεχωρίσαν για τη Μακρόνησο[1]. Τότε επενέβησαν οι εθνικόφρονες συμπατριώτες μας Αμφισσείς, που υπηρετούσανε και αυτοί και είπανε ότι αυτό είναι απαράδεκτο. «Ο Γιώργος ο Κόκκινος», είπανε, «ήταν αντάρτης στο 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων και στη συνέχεια όμηρος στη Γερμανία. Δεν έχει ο άνθρωπος καμιά σχέση με τους κομμουνιστές». Έτσι τον πήρανε πίσω, δηλαδή δεν πήγε στη Μακρόνησο. Αλλά καλύτερα να πήγαινε στη Μακρόνησο, παρά αυτά που τράβηξε στις επιχειρήσεις.

      Μεγάλα προβλήματα δημιουργήθηκαν το έτος 1947 (όταν πήγαινα στην εβδόμη τάξη του Γυμνασίου) όπου μας βρήκε η μια συμφορά μετά την άλλη. Ήτανε πολύς στρατός εδώ στην Άμφισσα, λόγω των επιχειρήσεων. Την στρατιωτική κουραμάνα, δηλαδή το ψωμί για τους στρατιώτες, την βγάζανε τα πέντε (5) υπάρχοντα τότε εδώ αρτοποιεία σε ίσα μερίδια. Στη δημοπρασία που γινότανε, φαινότανε σαν υπεύθυνος ο αδερφός μου ο Ηλίας (αρτοποιός το επάγγελμα) για την καλή παρασκευή, την καλή ποιότητα, το ελλιποβαρές και λοιπά. Μετά από λίγο διάστημα εμφανίστηκε ένας νέος αρτοποιός και πρότεινε στον αδερφό μου τον Ηλία να συνεργαστούν και να αφήσουν τους άλλους αρτοποιούς απ’ έξω. Ο Ηλίας, σαν τίμιος άνθρωπος που ήτανε, δεν το δέχτηκε. Το θεώρησε αδικία και προδοσία. Οι άλλοι αρτοποιοί ήταν υπερήλικες και δεν μπορούσανε να αναλάβουνε τέτοιες ευθύνες. Αυτός ο αρτοποιός ήτανε με την τότε κρατούσα κατάσταση, και επειδή ο αδερφός μου δεν δέχτηκε την πρόταση που του έκανε, κατέστρωσε σχέδιο για να τον εξοντώσει.

      Φρούραρχος ήτανε τότε εδώ ένας ταγματάρχης, ονόματι Ευθυμίου. Ένα πρωί έρχεται στο αρτοποιείο με τέσσερις (4) στρατιώτες και βλέπει ότι είχαμε βγάλει το δικό μας ψωμί πρώτα, δηλαδή το ψωμί για τον κόσμο. Πάντοτε έτσι γινότανε σε όλα τα αρτοποιεία. Άρχισε αμέσως να κτυπά τον Ηλία με γροθιές στο πρόσωπο και το κεφάλι, με αποτέλεσμα να τρέχει αίμα πολύ από τις εκδορές που του είχε κάνει. Εγώ γεμάτος δικαιολογημένη οργή, έβλεπα αυτή την κατάσταση, αλλά δεν τολμούσα να σηκώσω χέρι, γιατί υπήρχε ο στρατιωτικός νόμος και θα με στέλνανε στρατοδικείο. Μόλις φύγανε, τον πήγα αμέσως στη βρύση και του έπλυνα τα αίματα και του τοποθέτησα βαμβάκι στη μύτη για να σταματήσω το αίμα. Ράγισε η καρδιά μου απ’ τον πόνο.

      Η σκηνοθεσία της υπόθεσης, που είχε γίνει σε βάρος του αδερφού μου Ηλία επιβεβαιώθηκε πριν μερικά χρόνια, όταν, πριν πεθάνει, ήρθε ο Ηλίας ο Τσώνος, λεωφορειούχος από Ιτέα και μου λέγει «την εποχή εκείνη ήμουνα σωφέρ στον Ταγματάρχη τον Ευθυμίου και ήρθε και μου είπε το εξής : «Τρέξε στο φούρνο του Κόκκινου όπως έχουμε συνεννοηθεί». Και συνέχισε «στο λέω τώρα μετά από τόσα πολλά χρόνια, για να μην το έχω βάρος στη ψυχή μου».

      Μετά από λίγες μέρες μας έρχεται ένας χαφιές και μου λέγει : «Για να μην προχωρήσει η υπόθεση, πρέπει να μου δώσεις εξακόσιες (600) χρυσές λίρες ίσως και παραπάνω». Του απαντώ «Φύγε να μη σε βλέπω, παλιο-τέρας. Μας δείρατε και τώρα ζητάτε και λύτρα». Ποιον έδειρε ο άνανδρος, έναν ανάπηρο του Αλβανικού Πολέμου και με δύο παράσημα επ’ ανδραγαθία; Αυτός στη συνέχεια – ο ταγματάρχης Ευθυμίου – έφτιαξε δικογραφία σε βάρος του αδερφού μου, με το παρά κάτω κατηγορητήριο. Ότι «ο στρατός που βρισκότανε και πολεμούσε στη Γκιώνα, έμεινε 10 μέρες χωρίς ψωμί, γιατί εμείς βγάλαμε πρώτα το δικό μας ψωμί». Πράγματα ψεύτικα και ανυπόστατα. Σε λίγες μέρες έρχεται η κλήση από το στρατοδικείο Λαμίας για να παρουσιαστεί για να δικαστεί. Ζητάμε και παίρνουμε βεβαίωση ότι είμαστε εθνικόφρονες και ότι έχουμε δύο αδέρφια που υπηρετούν στο στρατό και πολεμάνε τους αντάρτες.

      Στη Λαμία στο στρατοδικείο «Βασιλικός Επίτροπος», δηλαδή ο εισαγγελέας, ήτανε ένας που τον αποκαλούσανε «Κινίνο», δηλαδή φαρμάκι. Του είχανε κολλήσει το παρατσούκλι αυτό, γιατί όλους τους καταδίκαζε σε θάνατο. Το επίθετό του, όπως με πληροφόρησε ο συγγραφέας και αγαπητός φίλος κ. Ηλίας Ρεκαΐτης, ήτανε «Ζουζουνάκης» και πρέπει να καταγότανε από την Κρήτη. Επρόκειτο για μεγάλο τέρας. Παρίστανε τον κουμουνιστοφάγο. Την ώρα που γινότανε η δίκη, λέγει στον αδερφό μου «αν είχες αριστερά φρονήματα θα σε δίκαζα σε θάνατο, αλλά τώρα επειδή είσαι εθνικόφρων σου ρίχνω τέσσερα (4) χρόνια φυλακή».

      Σε όλη αυτή την χρονική περίοδο των γεγονότων, δεν ενημερώσαμε τα αδέρφια μου Γιώργο και Σπύρο που πολεμούσανε στο στρατό, όπως αναφέρω παραπάνω, για να μην τους δημιουργήσουμε προβλήματα. Μόλις τελείωσε η δίκη, τον Ηλία τον φέραμε στην εδώ φυλακή της Άμφισσας, αλλά μόλις το έμαθε ο Ευθυμίου, τον έδιωξε αμέσως και τον έστειλε στη φυλακή της Ακροναυπλίας, όπου εκείνη την εποχή βρισκόντουσαν έγκλειστοι όλοι οι βαρυποινίτες αριστεροί, πολλοί από αυτούς καταδικασμένοι σε θάνατο. Μόλις τον πήρανε, η μητέρα μου, άρχισε να κλαίει ασταμάτητα, γιατί τα δάκρυα από την αιχμαλωσία μας στη Γερμανία δεν είχαν σταματήσει ακόμα και τώρα άρχισαν να ρέουν πάλι.

      Τότε εγώ σκέφτηκα ότι, όταν εμένα με βασάνιζε η Γκεστάπο (οι Γερμανοί για να προδώσω πατριώτες) δικαιολογημένα, γιατί οι Γερμανοί ήταν εχθροί της πατρίδας μου. Αυτοί όμως που τώρα μας δέρνουν και μας φυλακίζουν, χωρίς να έχουμε κάνει απολύτως τίποτα, τι είναι και ποιοι είναι; Είναι Έλληνες, αδέρφια μας, ή είναι χαφιέδες και χειρότεροι από τους Γερμανούς; Ασφαλώς το δεύτερο είναι.
      Στη συνέχεια καταφύγαμε στο Συμβούλιο Χαρίτων. Πάλι αγωνία, κλάματα και έξοδα, πληρώνοντας δικηγόρους. Τελικά του δώσανε χάρη, αφού κάθησε μέσα περίπου δύο χρόνια. Ο Ηλίας επέστρεψε ταλαιπωρημένος και με το παράπονο ότι, οι τοπικοί παράγοντες του χώρου, της παράταξης που διοικούσε εκείνη την εποχή και στην οποία εμείς ανήκαμε, αδιαφόρησε παντελώς. Εγώ πλέον σταμάτησα το σχολείο και κάθησα να τον βοηθήσω.
      Τα αδέρφια μου Σπύρος και Γεώργιος ήταν στρατιώτες και αδυνατούσαν να εργαστούν στο αρτοποιείο. Έτσι αναγκάστηκα να διακόψω το σχολείο και να  εργαστώ προσωπικά, ώστε να μην κλείσει η οικογενειακή επιχείρηση γιατί αυτή συντηρούσε όλη την οικογένεια. Στο διάστημα που ο αδερφός μου Ηλίας ήτανε στη φυλακή, συνέχισα εγώ να βάζω την κουραμάνα, την οποία έπαιρνα, όπως πρώτα, στη δημοπρασία μετά από διαγωνισμό.

      Επίσης ένα άλλο γεγονός, που έλαβε χώρα το 1947, ήταν το εξής : όταν βρισκόταν στη φυλακή ο αδερφός μου Ηλίας, τον αδερφό μου Άγγελο (δάσκαλος) τον είχα λογιστή στο αρτοποιείο, αλλά τον εκπαίδευσα και στον φούρνο (να φουρνίζει ψωμί). Βλέποντας ο πανούργος αρτοποιός ανταγωνιστής αυτή την ενέργεια, του έστειλε στο Υπουργείο Παιδείας αναφορά για το τι δουλειά κάνει. Η απάντηση από το Υπουργείο ήταν να απομακρυνθεί διότι θα τον πάψουν από δάσκαλο. Παραλίγο να μας κάνει και άλλη συμφορά.
      Ο αδερφός μου Ηλίας απολύθηκε από τις φυλακές Ακροναυπλίας μετά από 2 χρόνια περίπου (το 1949) και βρισκόταν σε άθλια κατάσταση. Στη συνέχεια ανέλαβε τη λειτουργία του φούρνου μαζί με τον αδερφό μου Γιώργο και για κάποια χρόνια όλα πήγαιναν καλά.
Φαντάρος το 1952, στη Θεσσαλονίκη, Αρχείο Λ. Κόκκινου

Μαζί με άλλους φαντάρους το 1952, αρχείο Λουκά Κόκκινου

      Το 1953 συνεργάζομαι με τον αδερφό μου Σπύρο για να κάνουμε νέες επιχειρήσεις που τις είχε ανάγκη η περιφέρεια. Είχε ανάγκη από αδρανή οικοδομικά υλικά. Εγκαθιστούμε το πρώτο εργοτάξιο με 15 εργάτες στην τοποθεσία Αμπλιανός. Φέραμε και τα απαραίτητα μηχανήματα και συνεργείο από τη Σουβάλα με τεχνίτες και κατασκευάζαμε γωνιόλιθους και κράσπεδα τα οποία προωθούσαμε σε Λαμία και Αθήνα. Το πέτρωμα ήταν κατάλληλο για την κατασκευή των παραπάνω και πηγαίναμε πολύ καλά.

      Το 1960 περίπου εγώ και ο Σπύρος παροτρύναμε τον αδερφό μας τον Ηλία να κατεδαφίσει το κτίριο του αρτοποιείου που ήταν ιδιοκτησία μου και να φτιάξει καινούριο κτίριο σύγχρονο και να φέρουμε Γερμανικό αρτοκλίβανο και άλλα σύγχρονα μηχανήματα. Θα τον βοηθούσαμε και εμείς οικονομικά, γιατί το κόστος ήταν μεγάλο, πράγμα που δέχτηκε και η όλη υπόθεση μπήκε σε ενέργεια. Οι αρτοποιοί για τους οποίους ο αδερφός μου Ηλίας εδάρθη και εφυλακίσθη στο παρελθόν, έδειξαν την αχαριστία τους. Υπέγραψαν αναφορά το 1960 να μη μας δοθεί άδεια εγκατάστασης Γερμανικού αρτοκλίβανου.

      Εμείς όμως ενωμένοι υπερκεράσαμε τις αντιξοότητες και ανοίξαμε τον φούρνο. Έγινε το ωραιότερο στολίδι, σαν κτίσμα και σαν επιχείρηση στην κεντρική αγορά της πόλης. Φέραμε και ένα μάστορα, «τεχνίτη» από την Αθήνα, για να παρασκευάζει διάφορα κουλουράκια, βουτήματα, τάρτες, γλυκίσματα, τυρόπιτες, κλπ. που τον λέγανε Αναστασιάδη. Και ενώ όλα πηγαίνανε καλά και η επιχείρηση προχωρούσε ικανοποιητικά, ένα πρωί και πριν περάσει ένας χρόνος από τη λειτουργία του, ο αρτοκλίβανος καταστράφηκε ολοσχερώς. Αμέσως ήρθε ο Γερμανός τεχνικός αρμόδιος και αφού έκανε τον έλεγχο, διέγνωσε ότι επρόκειτο περί δολιοφθοράς (σαμποτάζ). Ύποπτος κρίθηκε ο Αρχιμάστορας, διότι είχαμε πληροφορίες από κάποιους τίμιους αρτεργάτες μας, ότι κρυφά τους προέτρεπε να μην δουλεύουν για να χρεωκοπήσει η επιχείρηση. Τον απομακρύναμε αμέσως και φέραμε καινούριο αρτοκλίβανο και μετά απ’ όλα αυτά πήγε καλά η επιχείρηση. Δυστυχώς βρέθηκε κάποιος που πάλι μας ταλαιπώρησε, μετά από εξαγορά και μετά από υπόδειξη κάποιου ρουφιάνου, που του έδωσε τα λύτρα της προδοσίας σαν ανταμοιβή του.

      Εγώ και ο αδερφός μου ο Σπύρος ήμαστε νέοι και είχαμε όρεξη για δημιουργία. Έτσι επεκτείναμε τις δραστηριότητές μας και σε άλλους τομείς, με απώτερο σκοπό να βοηθήσουμε και την πόλη και την περιφέρεια και να δώσουμε δουλειά στον κοσμάκη. Το 1967, πάντα με το Σπύρο, φτιάξαμε ένα σύγχρονο ελαιοτριβείο, το οποίο λειτουργεί μέχρι σήμερα. Φέραμε σύγχρονα ελαιουργικά ιταλικά μηχανήματα. Πήγαμε πολύ καλά και με αυτή την επιχείρηση. Το μόνο άσχημο ήταν ότι έπρεπε να ακολουθείς κάθε τόσο τη νέα τεχνολογία που παρουσιαζότανε. Έτσι αλλάξαμε άλλες δύο φορές συγκροτήματα για να καταλήξουμε στο τέλειο, που σήμερα λειτουργεί με αυτή τη μορφή.

      Το 1970 περίπου συνεργαστήκαμε με το φίλο μας Θωμά Λούσκο από την Αράχωβα ξεκινώντας νέα επιχείρηση. Περπατήσαμε όλο τον Παρνασσό και τη Γκιώνα, μήπως βρούμε κόκκινο μάρμαρο. Πράγματι εντοπίσαμε κοιτάσματα στην περιοχή του χωριού Σώταινα της Δωρίδας. Αμέσως εγκαταστήσαμε το άλλο εργοτάξιο με 12 εργάτες. Αφού λοιπόν αγοράσαμε 13 εκτάσεις που περιείχαν τέλειο πέτρωμα και αφού εφοδιαστήκαμε με άδεια εξόρυξης, φέραμε μηχανήματα στη συνέχεια και βάλαμε μπρος την επιχείρηση. Η αρχή ήτανε βέβαια δύσκολη. Κατόπιν αρχίσαμε να προωθούμε ογκόλιθους στην Αθήνα. Λογιστή είχαμε από την Ιτέα κάποιο Σωτήρη Παναγόπουλο, ο οποίος μας παρότρυνε να το διαφημίσουμε το κόκκινο μάρμαρο και στο εξωτερικό.

      Πράγματι στείλαμε διαφημιστικά έντυπα και στη συνέχεια σαν δείγματα πλακίδια και αμέσως άρχισαν να καταφθάνουν επιστολές για συνεργασία. Αλλά από εδώ και πέρα αρχίσανε τα δύσκολα. Όπως μάθαμε κατόπιν, ένας μεγαλέμπορος από την Πελοπόννησο βρήκε και αυτός κόκκινο μάρμαρο και μας δημιούργησε μεγάλα προβλήματα. Είχε γνωστούς στο Υπ. Γεωργίας και τους έβαλε και ειδοποίησαν το Δασαρχείο Λιδορικίου να έρθει να μας κάνει διοικητικές αποβολές με το αιτιολογικό ότι μέσα στα οικόπεδα αυτά υπήρχαν θάμνοι και πουρνάρια, και επομένως οι εκτάσεις αυτές ήταν δασικές.
      Χωρίς λοιπόν να μας ενημερώσουν, μας κοινοποίησαν τα έγγραφα και συνάμα μας κάνανε μηνύσεις. Ήτανε τότε η δικτατορία και δεν έβρισκες το δίκιο σου. Εγώ συνέχισα να εργάζομαι, οπότε ένα πρωί έρχεται η Αστυνομία. Πρόλαβα και έδιωξα τους εργάτες, γιατί προηγουμένως με είχε ενημερώσει ένας γνωστός μου αστυνομικός. Με συνέλαβαν και με φέρανε στο αυτόφωρο. Επειδή μεσολάβησαν γιορτές με κλείσανε 4 μέρες στη φυλακή, ώσπου να γίνει το αυτόφωρο. Στη συνέχεια άρχισαν να εκδικάζονται οι μηνύσεις. Έκανα προσφυγές αλλά μάταια. Απελπισμένος απέσυρα τα μηχανήματα.
      Εν τω μεταξύ ερχόντουσαν συνέχεια γράμματα από το εξωτερικό και μου λέγανε γιατί δεν τους απαντούσα, σχετικά με το μάρμαρο. Δυστυχώς η διαπλοκή λειτουργούσε με πολύ μαεστρία, με αποτέλεσμα να πάθουμε μεγάλη οικονομική ζημιά.

      Για άλλη μια φορά, παρόλες τις δυσκολίες, δεν πτοηθήκαμε και το 1976 πηγαίνουμε στο νομό Βοιωτίας και ιδρύουμε πυρηνοελαιουργείο, με 60 ελαιοτριβείς από περιοχές της Στερεάς Ελλάδας, στην τοποθεσία ‘Σωληνάργια’ (ελαιουργεία Βοιωτίας). Αυτή η κίνηση έγινε γιατί τα υφιστάμενα πηρηνοελαιουργεία που λειτουργούσαν στις περιοχές:  Λαμία, Χαλκίδα και Μεσολόγγι μας έπαιρναν τους πυρήνες σε χαμηλή τιμή, με αποτέλεσμα από μικρές επιχειρήσεις που ήταν, να αυξήσουν τα κέρδη τους και να γίνουν πολύ μεγάλες. Αφού λοιπόν διαθέτανε χρήματα τώρα, μετά την αναβάθμισή τους, άρχισαν να μας δημιουργούν προβλήματα.
      Μια μέρα ξεσηκώσανε τους κατοίκους του χωριού (Σωληναρίου) και κατέβηκαν με τα τρακτέρ και έκλεισαν τον εθνικό δρόμο διαμαρτυρόμενοι ότι τους ενοχλεί ο καπνός από τα φουγάρα του εργοστασίου. Εν τω μεταξύ μεσολάβησαν και κάτι εσωτερικά προβλήματα, οπότε πηγαίναμε για πτώχευση. Έτσι αναγκαστήκαμε και πουλήσαμε το 60% των μετοχών μας σε μεγαλέμπορο, οπότε μπήκαμε ξανά στο παλιό καθεστώς με μειωμένη τιμή πυρήνος και οι μετοχές μας έχασαν την αξία τους. Τελικά πουλήσαμε και τις υπόλοιπες μετοχές και φύγαμε.

      Το 1987 αγοράζουμε με άλλους δύο συνέταιρους, το λατομείο στη θέση «Γουλά» Ιτέας. Τα δύο πρώτα χρόνια πηγαίναμε καλά, τον τρίτο χρόνο όμως οι άλλοι δύο συνέταιροι ακολούθησαν αντιοικονομική τακτική, παρ’ όλες τις συστάσεις μου, γιατί εγώ είχα πείρα από λατομεία. Αυτοί συνέχισαν το ίδιο βιολί. Βλέποντας ότι γρήγορα θα πτωχεύσουν, αποχωρήσαμε από την εταιρία εγώ και ο Σπύρος. Σε λίγο διάστημα το κλείσανε το λατομείο οι εναπομείναντες συνέταιροι.
      Καιροφυλακτούσε ο ανταγωνιστής Η.Κ. που είχε λατομείο στα Μεταλλεία, το ενοικίασε για λίγο διάστημα και μετά το έκλεισε. Πάλι η διαπλοκή λειτούργησε. Οι δύο πιο πάνω συνέταιροι στο λατομείο της Ιτέας δημιούργησαν προβλήματα τότε, αλλά ακόμα και το 2006 με την οικοπεδική έκταση.
      Έτσι στις 22/6/1992 παρατείναμε επ’ αόριστον τη διάρκεια της εταιρίας του  λατομείου στη θέση «Αμπλιανός», με τροποποίηση ως προς το σκοπό. Να εκμεταλλευτεί στο χώρο του λατομείου στη θέση Αμπλιανός έτοιμο σκυρόδεμα, ασβεστοποιία και σχιστήριο μαρμάρων. Βέβαια θα μεταφέραμε και το ελαιοτριβείο εκεί, γιατί μέσα στην πόλη δεν ήταν δυνατό να παραμείνει άλλο.
Είναι γεγονός ότι ο Η. Κ. στο Λατομείο Ιτέας, διαμέσου του τύπου, μας έκανε μεγάλο πόλεμο για να μας κλείσει. Μας είχε γνωρίσει ότι έχει χρήματα και πληρώνει και ό,τι θέλει το επιτυγχάνει. Όπως και το έκλεισε ,αλλά δεν ήξερα ότι είχα σειρά και εγώ στο Λατομείο Αμπλιανός. Το πέτρωμα στο ανωτέρω λατομείο ήταν ορισμένη ποσότητα, αρίστης ποιότητας μάρμαρο χρώματος μπεζ, καλύτερο από των Ιωαννίνων. Προωθούσαμε ογκόλιθους σε Πάτρα και Βόλο, αλλά μας τα έπαιρναν φτηνά. Σκεφτήκαμε να εγκαταστήσουμε σχιστήριο μαρμάρων και να κάνουμε ενοικίαση ενός τμήματος από το δημόσιο, το κόκκινο μάρμαρο Σωταίνης.

      Αλλά και εδώ η πολιτεία θεωρώ ότι με αδίκησε αφού, μέσα από γραφείο του τότε υπουργού Πολιτισμού, μου έστειλε έγγραφο, ότι λόγω Δελφικού τοπίου, κλείνει το λατομείο. Έκρυψε την απόφαση του Υπουργού στη Νομαρχία ο αρμόδιος υπάλληλος και όταν έλαβα γνώση, από γνωστό μου πρόσωπο, ήτανε αργά, γιατί έχασα το δικαίωμα της προσφυγής μου. Λόγω του κλεισίματος των ανωτέρω επιχειρήσεων, έμειναν χωρίς δουλειά αρκετές οικογένειες που απασχολούσαμε. Επίσης αναγκαστήκαμε να προσφύγουμε στη δικαιοσύνη και  χρόνια τώρα συρόμεθα στα δικαστήρια, με αβέβαιο το αποτέλεσμα της αποζημίωσης από τη μη λειτουργία των επιχειρήσεών μας.
      Έχω την υποψία ότι οι ενέργειες που έγιναν σε βάρος μου στη Νομαρχία Φωκίδας ήταν αποτέλεσμα των συγκρούσεών μας με τον Η.Κ. που προανέφερα, γιατί μου είχε επαναλάβει πολλές φορές ότι δεν θα με αφήσει να πραγματοποιήσω τις  δραστηριότητες που σχεδίαζα, γιατί «έχει χρήματα και ό,τι θέλει κάνει». Δεν σκέφτηκε όμως ότι σ’ αυτό τον ψεύτικο κόσμο μία κακία μένει και καλά τα έργα του καθενός κρίνονται από την κοινωνία. Εγώ πήγα στην κηδεία του, τον ασπάστηκα και τον συγχώρεσα για το κακό που έκανε, τόσο σ’ εμάς, όσο και στην περιφέρεια, διότι θα εργάζονταν τουλάχιστον 80 άτομα στις παραπάνω δραστηριότητες.
      Ευτυχώς που όλα αυτά τα χρόνια είχα δικηγόρο τον Ηλία Αραπόπουλο, εξαίρετο αστικολόγο, αλλιώς θα με είχανε βάλει φυλακή πολλές φορές.

      Έχω βγει στη σύνταξη εδώ και μια εικοσαετία. Η προηγούμενη συνεχής δραστηριοποίησή μου στον τομέα των επιχειρήσεων και η ανάγκη καθημερινής ενασχόλησής μου με κάτι, με ώθησαν ν’ ασχοληθώ με τα ελαιοκτήματα της οικογένειάς μου, με το διάβασμα βιβλίων και με τη συγγραφή προσωπικών μου εμπειριών και σκέψεων.

      Επισκέπτομαι τακτικά την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής στο Σερνικάκι για να προσευχηθώ για την προστασία που μου παρείχε το διάστημα που ήμουν στη Γερμανία, αλλά και τα μετέπειτα χρόνια. Στην μητέρα μου, κατά τη διάρκεια προσευχής, στα χρόνια του πολέμου, είχε παρουσιαστεί μια μαυροφορεμένη γυναίκα που της είχε πει: «Γιατί κλαίς; Να ξέρεις ότι είμαι η Αγία Παρασκευή και προστατεύω εγώ τα παιδιά σου. Μην ανησυχείς, θα γυρίσουν πίσω ζωντανοί». Μετά την εξιστόρηση αυτού του γεγονότος από τη μητέρα μου, προσευχόμουν στην Αγία Παρασκευή και ευχόμουν να συνεχίσει να με προστατεύει και τα επόμενα χρόνια. Την ευχαριστώ γιατί, αν και σήμερα είμαι 80 ετών, έχω μόνο μικροπροβλήματα υγείας, παρόλο που κατά τα χρόνια της επαγγελματικής μου δραστηριότητας δούλεψα σε ιδιαίτερα δύσκολες και ανθυγιεινές συνθήκες (λατομεία, εξορύξεις υλικών, ελαιουργεία,  σχιστήρια μαρμάρων).

      Προ έτους πήγε ο πρώην συμβολαιογράφος Ιωάννης Αναγνωστόπουλος στο Βερολίνο και επισκέφθηκε το στρατόπεδο Ζαξενχάουζεν. Είδε τους φούρνους που καίγανε τους νεκρούς, τις ρεμούρκες που τους κουβαλάγαμε και το μουσείο που έχουν δημιουργήσει με «εκθέματα» εκείνης της περιόδου. Μου εκμυστηρεύτηκε : «Λουκά, έμεινα άναυδος από αυτά που αντίκρυσα. Το βράδυ δεν μπορούσα να κοιμηθώ». Η σκέψη της επίσκεψης των στρατοπέδων, που είχα όλες αυτές τις φρικτές εμπειρίες, με τυραννά ακόμα. Έπρεπε, μετά την απελευθέρωση, να πάω αλλά δεν τα κατάφερα.


[1] Η Μακρόνησος ή "Μακρονήσι" ή κατά τους αρχαίους χρόνους "Ελένη" ή όπως την αναφέρει ο Στράβων "Κρανάη" είναι νησί του Αιγαίου πελάγους και βρίσκεται κοντά στις ακτές της Αττικής, απέναντι από το Λαύριο. Από τον Απρίλιο του 1947 η Μακρόνησος και στη διάρκεια του Εμφυλίου (ως το 1958) χρησιμοποιήθηκε ως στρατόπεδο συγκέντρωσης "εθνικής αναμόρφωσης" για χιλιάδες κομμουνιστές, πολιτικούς κρατούμενους και λιποτάκτες στρατιώτες. Απειλές, ατομικοί και ομαδικοί βασανισμοί βρίσκονταν στο καθημερινό πρόγραμμα με σκοπό να σκύψουν το κεφάλι, να καμφθεί το ηθικό. Ο τρόμος και τα βασανιστήρια ήταν η μέθοδος για ιδεολογική αναβάπτιση η οποία θα δηλωνόταν με την δήλωση μετάνοιας. Όσοι δεν υπέγραφαν δήλωση μετάνοιας πέρναγαν στρατοδικείο. Με απόφαση της Υπουργού Πολιτισμού Μελίνας Μερκούρη, το νησί κρίθηκε μνημείο της εποχής του εμφυλίου, οπότε σήμερα νησί και κτίσματα των επιμέρους στρατοπέδων σε αυτό προστατεύονται από παρεμβάσεις. (Σ.τ.ε.)