Είσοδος του
στρατοπέδου Ζαξενχάζουζεν με τη
γνωστή επιγραφή
«Η εργασία απελευθερώνει»
|
Υπολογίζω περίπου ότι ήταν αρχές
Ιουλίου 1944. Είχε περάσει περίπου ένας μήνας που βρισκόμασταν στο
στρατόπεδο Νοεγκάμεν.
Ένα πρωί φωνάζουν περίπου 500 άτομα με τα νούμερα, γιατί
όπως έχω αναφέρει πριν, έπρεπε να ξέρεις το νούμερό σου. Εάν σε φωνάζανε και
δεν έβγαινες, τότε έτρωγες αρκετό ξύλο.
Επίσης, έπρεπε να μάθεις και ορισμένα
γερμανικά, δηλαδή πώς λένε καραβάνα, φαγητό, προσυναγερμό, συναγερμό, έξω, μέσα, επάνω, κάτω, δουλειά, γρήγορα και άλλα διότι είχαμε και καψόνια.
Μας
βάζουν στα βαγόνια προς άγνωστη κατεύθυνση και φτάνουμε στα προάστια του Βερολίνου, σε ένα μεγάλο στρατόπεδο, το
Ζαξενχάουζεν[1].
Παραμένουμε δύο μέρες, ο μήνας πρέπει να ήταν Ιούλιος, και από εκεί μας μεταφέρουν πέριξ του Βερολίνου σε ένα προάστιο που λέγονταν Φάλκεζεν[2]. Σε αυτή την αποστολή, συμπατριώτες είχα μόνο τον μπαρμπαΛιά Σπανόπουλο και τον Ιωάννη Σούφρα. Οι άλλοι είχανε μείνει στο Αμβούργο. Μας τοποθέτησαν σε παράγκες. Εκεί είχαμε καλύτερη μεταχείριση, διώροφα κρεβάτια και στο κάθε κρεβάτι μόνο ένας κοιμότανε.
Το στρατόπεδο είχε περίπου 6.000
κρατουμένους που απασχολούνταν σε διάφορες υπαίθριες δουλειές, επιδιόρθωση
σιδηροδρομικών γραμμών, βομβαρδισμένων κτιρίων, εκταφή φονευθέντων σε κήπους
των Ες-Ες.
Στο εργοστάσιο, που δουλεύαμε οι περισσότεροι, ήτανε περίπου 4.000
άτομα. Ήταν εργοστάσιο παραγωγής τανκς
και οβίδων βαρέος πυροβολικού[3]. 'Ήταν ένα
απέραντο εργοστάσιο μεγαλύτερο από την Άμφισσα και, όπως έλεγαν, βγαίνουν
από την πόρτα 5 τανκς ημερησίως για το μέτωπο. Βέβαια, η πρώτη ύλη
έρχονταν από άλλα εργοστάσια. Δηλαδή από τα χυτήρια. Το στρατόπεδο βρίσκονταν
στο κέντρο και ένα γύρο είχανε αποθήκες καυσίμων, αντιαεροπορικά κλπ. Το
εργοστάσιο είχε και υποσταθμό ρεύματος και γι' αυτό, εάν οι σύμμαχοι
βομβάρδιζαν, θα σκοτώνανε εμάς. Και πράγματι βομβάρδιζαν τα χυτήρια που
μας προμήθευαν τα εξαρτήματα, οπότε καθυστερούσαμε. Πολλές φορές όμως χτυπούσαν
τα αντιαεροπορικά, οπότε έπεφτε και σε μας καμιά οβίδα, ευτυχώς όμως με λίγες
απώλειες.
Τα μαλλιά μας τα μετρούσαν με το πασέτο και, όταν ήταν μεγαλύτερα από το κανονικό, μας κούρευαν γιατί τα χρησιμοποιούσαν να φτιάχνουν γάντια, που μόνο ο αντίχειρας ήταν ξεχωριστός, το άλλο ήταν μονοκόμματο. Το χειμώνα που μας πηγαίνανε στις σιδηρoτρoχιές και είχανε πάγο, χωρίς αυτά τα γάντια δεν γινότανε δουλειά.
Ο διοικητής ήταν ένας ηλικιωμένος, καλός και, όπως φαίνεται, ήθελε να μας αναδείξει εμάς τους Έλληνες που έχουμε ιστορία, καθ’ ότι διδάσκονταν τα αρχαία ελληνικά στο σχολείο.
Η δουλειά ήταν 12 ώρες, μια εβδομάδα μέρα και μια εβδομάδα νύχτα. Την
Κυριακή δεν δουλεύαμε για να γίνει αλλαγή βάρδιας. Κάθε Κυριακή επίσης κάναμε
υποχρεωτικά λουτρό, γιατί ήταν αργία και δεν δουλεύαμε.
Επίσης, την Κυριακή γινότανε ποδόσφαιρο,
εφ' όσον το επέτρεπαν οι καιρικές συνθήκες. Οι αγώνες ήταν μεταξύ
ομάδων των κρατουμένων (Βέλγων, Ολλανδών, Νορβηγών, Γάλλων κλπ.) γιατί αυτοί
λαβαίνανε δέματα από το Διεθνή Ερυθρό Σταυρό και, επειδή ήταν πιο εύρωστοι από
τους άλλους κρατουμένους, είχανε την αντοχή να παίζουν ποδόσφαιρο.
Μία Κυριακή διαλέγουν 10 γερόντια Έλληνες, και τα ντύνουν
ρούχα ποδοσφαίρου. Μεταξύ αυτών και ο
μπάρμπα-Ηλίας ο Σπανόπουλος. Τους βάζουν στο κέντρο, απέναντί τους Νορβηγοί
ποδοσφαιριστές, κρατούμενοι βέβαια. Ο Διοικητής του στρατοπέδου και άλλοι
Γερμανοί στρατιώτες, καθώς και όλοι οι κρατούμενοι του στρατοπέδου, περίπου
6.000 που είμαστε, γύρω από την πλατεία, 'Έγινε χαμός. Χειροκροτήματα από όλους
και από τους στρατιώτες Γερμανούς. Τους έβαλαν σε διάφορες θέσεις. Τον
μπάρμπα-Ηλία Σπανόπουλο τον βάλανε τερματοφύλακα. Τους πέταξαν τη μπάλα
και άρχισαν τα γεροντάκια να
κυνηγάνε τη μπάλα, αλλά όλο έπεφταν κάτω. Αυτό κράτησε περίπου 15 λεπτά και
τους απέσυραν. Τα βράδυ τα γεροντάκια πήραν διπλή μερίδα
φαγητό.
Η καρτέλα μεταγωγής του Λουκά Κόκκινου στο στρατόπεδο Sachsenhausen στις 1/7/1944.
Αυτού του τύπου οι καρτέλες δημιουργήθηκαν για όλους τους κρατούμενους στα διάφορα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Ναζιστικού Καθεστώτος
(πηγή : https://collections.arolsen-archives.org/en/)
Προθήκη με μαλλιά
κρατουμένων,
Μουσείο
στρατοπέδου Ζαξενχαουζεν
|
Θα γυρίσω λίγο πίσω, όταν μας πρωτοφέρανε σ’ αυτό το στρατόπεδο. Σ' αυτή
την παράγκα μένανε και Γάλλοι. Αυτοί τρώγανε το μισό ψωμί. Το βράδυ το
σκεπάζανε το άλλο με την καραβάνα στη θυρίδα, για να το φάνε το πρωί. Την άλλη
μέρα δεν βρίσκανε τίποτα. Από τότε πήραμε το όνομα παντιτ (κλέφτης) και πού να ξαναφήσουν
μετά ψωμί.
Εκεί σε τοποθετούσανε σε ένα μηχάνημα και έπρεπε να μάθεις πώς
λειτουργεί. Εάν χάλαγες το σίδερο, θεωρούνταν σαμποτάζ και πήγαινες στην κρεμάλα.
Βέβαια υπήρχε γερμανός μηχανολόγος που μας πρόσεχε, και μας μάθαινε πώς να
δουλεύουμε, γιατί δεν ήταν δυνατόν να μάθεις σε μια εβδομάδα τον χειρισμό του
μηχανήματος. Μέσα στο εργοστάσιο υπήρχαν διαμορφωμένα τμήματα που κάθε ένα τμήμα
έφτιαχνε και ένα κομμάτι από το άρμα (τανκ). Εγώ έπεσα στο διαμέρισμα
που έφτιαχνε τον κινητήριο τροχό, δηλαδή εκεί που έχει το γρανάζι. Κάθε τμήμα
ήταν περιφραγμένο με συρματοπλέγματα δικτυωτά και μας φυλάγανε οι
στρατιώτες. Εγώ είχα χρεωθεί μηχανή που
έφτιαχνε το καρέ στο ημιαξόνιο. Ο Σούφρας ήταν απέναντι σε άλλη μηχανή και
δουλεύαμε στην ίδια βάρδια. Τον Σπανόπουλο τον είχανε σε άλλο τμήμα, στις
οβίδες.
Στη βάρδια των 12 ωρών δουλεύαμε σχεδόν 6 ώρες, γιατί τις υπόλοιπες είμαστε στα
καταφύγια, επειδή βομβαρδίζανε τα συμμαχικά αεροπλάνα[4]. Τα
καταφύγια στο εργοστάσιο ήταν υπόγεια. Στα καταφύγια οι τοίχοι ήταν αλειμμένοι
με φώσφορο, για να μας βλέπουν οι στρατιώτες που ήταν μπροστά στις πόρτες.
Δηλαδή ζήτημα να κοιμόμαστε 4 ώρες γιατί βομβάρδιζαν μέρα-νύχτα. Ακούγαμε από μακριά προς το Βερολίνο που
γινότανε χαμός. Το εργοστάσιο ήταν καμουφλαρισμένο και από l0 χλμ. μακριά
φαινότανε σαν ένας λόφος και μέσα στο στρατόπεδο υπήρχαν τολ, που έφτιαχναν οι
κρατούμενοι μυδράλια.
Στο εργοστάσιο αν δεν είχες σίδερο να επεξεργαστείς στη μηχανή,
απαγόρευαν να κάτσεις. Μόνο όρθιος έπρεπε. Κατ' αυτό τον τρόπο κυλούσε ο χρόνος
μέχρι που ήλθε ο χειμώνας και μας έδωσαν άρβυλα ξύλινα, κάτι πανιά για κάλτσες
και ένα μπουφάν.
Στο στρατόπεδο Φάλκεζεν, όταν επρόκειτο να γίνει βομβαρδισμός, είχαμε
προσυναγερμό (φορ αλάρμ). Δηλαδή τη νύχτα έπρεπε να ντυθούμε και να είμαστε
έτοιμοι για τα καταφύγια. Είχαν φτιάξει ορύγματα υπόγεια, σκεπασμένα από επάνω
με τσιμεντένιες κολώνες και απάνω χώμα, και τούτο γιατί είχαμε ειδικότητα στο
εργοστάσιο και μας χρειάζονταν. Με το αλάρμ (συναγερμός) έπρεπε τροχάδην να
μπούμε στα ορύγματα.
Άποψη του στρατοπέδου Ζαξενχάουζεν από τον ψηλό
πύργο ενός φυλακίου.
Διακρίνονται
στο βάθος όλα τα κτίσματα που έμεναν οι κρατούμενοι.
|
Δεν ήξερα τι με περιμένει, γιατί μας είχαν τονίσει ότι ζημιά μηχανής ή
εξαρτήματος, θεωρείται σαμποτάζ και έχει κρεμάλα. Το βράδυ που
επέστρεψα στο εργοστάσιο για εργασία, με φωνάζει ο μηχανολόγος και μου αναφέρει
ότι έκανα ζημιά στη μηχανή. Εγώ βέβαια αρνήθηκα και άρχισε να με χτυπάει.
Ευτυχώς η μηχανή δεν είχε πάθει μεγάλη ζημιά, είχαν στραβώσει κάτι σωλήνες που
επιστρέφουν το νερό. Την άλλη μέρα ήλθε πιο ήρεμος και του λέω ότι με πονάνε τα
πόδια μου και το κεφάλι μου και δεν μπορώ να εργαστώ σε αυτή τη μηχανή, γιατί
ήταν πολύπλοκη. Απέναντι δούλευε ο Σούφρας Ιωάννης, που άνoιγε κάτι σφηνιές σε
ένα εξάρτημα.
-
«Πού θέλεις να πας»; μου λέει.
- «Απέναντι», του λέω, «στο
μηχάνημα του Σούφρα». Και έκτοτε ήμουνα παρέα με το Σούφρα.
Σ’ αυτό το στρατόπεδο, στην
κατασκευή των τανκς, τα μηχανήματα είχανε πολύ καλή διάταξη. Ο ρυθμός μεταφοράς
του κάθε εξαρτήματος από τον κινητήριο τροχό του άρματος, από μηχανή σε μηχανή,
ήταν τέτοιος ώστε να μην υπάρχει καθυστέρηση ούτε λεπτό. Ένας μικρός
υδραυλικός γερανός ήταν μόνιμα δίπλα από την κάθε μηχανή και μια μεγάλη
γερανογέφυρα πηγαινοερχόταν συνέχεια πάνω από τα κεφάλια μας. Έλεγχε τους
επίγειους γερανούς για να μην υπάρχει καθυστέρηση. Κάθε τμήμα είχε
ηλεκτρογεννήτρια με πετρέλαιο και όταν βομβαρδίζανε τον κεντρικό ηλεκτρικό
σταθμό, αμέσως την αντικαθιστούσαν πετρελαιομηχανές. Την Κυριακή που δεν
εργαζόμασταν περνούσε συνεργείο με γερμανούς μηχανικούς και έκανε συντήρηση
στις μηχανές. Ο συντονισμός εργασίας ήταν άριστος, γιατί οι ανάγκες του
γερμανικού στρατού σε άρματα ήταν πολύ μεγάλες.
Κρατούμενοι σε
καταναγκαστική εργασία
στο στρατόπεδο Ζαξενχάουζεν
|
Τα τσιγάρα που έπαιρνα, 10 την
εβδομάδα, τα έδινα στον Σούφρα. Αλλά αυτός, έφευγε από τη μηχανή και
ακολουθούσε τους Γερμανούς που έρχονταν, και κοίταγε πού θα πετάξουν τη γόπα
(απoτσίγαρo), για να το αρπάξει. Είχε και καρφίτσα που την κάρφωνε για να ρoυφήξει
μέχρι τέλους τη γόπα.. Είδα κάτι το τρομερό σε αυτούς τους ανθρώπους που
καπνίζανε. Ανταλλάσσανε τα 10 τσιγάρα της εβδομάδας με το ψωμί των 50
γραμμαρίων που δίνανε κάθε Σάββατο, με αποτέλεσμα να πεθαίνουν μετά από λίγο
διάστημα, κυρίως από πείνα. Αυτό με έκανε να μην καπνίσω ποτέ στη ζωή μου.
Αρκετές φορές που περνούσε ο μηχανολόγος, και δεν έβλεπε τον Σούφρα
κοντά μου και με ρωτούσε «πού είναι ο
Γιάννης;» Του έλεγα, «τουαλέτ».
Αλλά από τις πολλές φορές, τον έγραψε κοπανατζή, οπότε τον μετέθεσαν τους
τελευταίους μήνες. Ειδίκευσαν άλλον βέβαια στη μηχανή, γιατί εγώ, λόγω της
ζημιάς που είχα πάθει στη μέση μου, μετά από 15 ημέρες πήγα στο εργοστάσιο.
Όταν μας έπαιρναν στα μαγειρεία, για να καθαρίσουμε για το στρατό παντζάρια,
λάχανα και καρότα, δέναμε τη μοδάντα (σώβρακο) στο κάτω μέρος και βάζαμε μέσα
μερικά από αυτά. Στη συνέχεια περνάγαμε από την πόρτα για έλεγχο, αλλά πού να
φανταστούν πως τα τρυπώναμε εκεί κάτω.
Κάθε μέρα όλο και χάναμε βάρος, είχαμε φθάσει τα 50 κιλά και όλο
κατεβαίναμε. Το κρύο πολύ και μόνο μια κουβέρτα είχαμε για σκέπασμα. Πισσόχαρτο
από επάνω και τσιμεντόλιθα άλειφτα. Με τα ρούχα απαγορεύονταν να κοιμηθείς.
Είχαμε μερικές σακούλες από τσιμέντο και τις φτιάχναμε γιλέκο εσωτερικά. Αλλά
αυτό απαγορευότανε.
Είμαστε έξι πιτσιρίκια και όταν επιστρέφαμε το πρωί από το εργοστάσιο,
βέβαια αυτό κατά αραιά διαστήματα, μας παίρνανε στο μαγειρείο και καθαρίζαμε
για το στρατό παντζάρια, πατάτες, καρότα κλπ. Τις πατάτες που κλέβαμε από το
μαγειρείο, επιστρέφοντας από τη νυχτερινή εργασία, τις περνάγαμε το βράδυ από
την πύλη που πηγαίναμε για εργασία, κρυμμένες πάλι στην μοδάντα (σώβρακο),
δεμένο καλά εις το κάτω άκρο του ποδιού. Στο εργοστάσιο είχαμε κρυμμένη μια
κατσαρόλα και τα μεσάνυχτα τις βράζαμε ρίχνοντας δύο καλώδια γυμνά μέσα στο
νερό με το ρεύμα. Τις είχαμε πλύνει καλά, διότι θα τις τρώγαμε με τις φλούδες,
πάντα παρέα με τον Ιωάννη Σούφρα.
Η πείνα ήταν ανυπόφορη. Όσο περνούσε ο
χρόνος και στο εργοστάσιο δεν μας φέρνανε σίδερα, υπολειτουργούσε, με αποτέλεσμα να μας
πηγαίνουνε σε εξωτερικές δουλειές. Όταν
μας πηγαίνανε στον κήπο των Ες-Ες να σκαλίσουμε τα παντζάρια και τις πατάτες,
τα μισά τα ξεχώναμε, τα τρώγαμε και φυτεύαμε τα φύλλα. Την άλλη μέρα άλλη
αγγαρεία. Το φοβερότερο ήταν ότι ζευόμαστε τη ρεμούλκα και πηγαίναμε για να
μάσουμε τα σκουπίδια στα Ες-Ες. Μαζεύαμε
τα μουχλιασμένα ξεροκόμματα σαν τους σκύλους και τα τρώγαμε. Άμα
πέθαινε κανείς, είχανε ένα μικρό φούρνο και τον καίγανε μέσα στο φούρνο (τα
λεγόμενα κρεματόρια).
Δεν θυμάμαι ποιο μήνα αρρώστησα και με πήγανε στο αναρρωτήριο. Πρέπει να
ήταν Σεπτέμβρης ή Οκτώβρης του 1944. Είχανε μια παράγκα και με εξέτασε ο
γιατρός. Δεν ξέρω τι μου βρήκε και με μετέφεραν στο κεντρικό στρατόπεδο που
υπαγόταν το Ζάξενχάουζεν και με περάσανε από ακτίνες. Μετά από μερικές μέρες
μου έπεσε ο πυρετός, αλλά δεν με μετέφεραν πίσω αμέσως. Με βάλανε αγγαρεία να
σέρνω ρυμούλκα μαζί με άλλους και μαζεύαμε τα πτώματα από τις παράγκες και τα
πηγαίναμε στους φούρνους. Πριν όμως ρίξουμε τα πτώματα στους φούρνους, υπήρχε
ένας επιβλέπων αξιωματικός και έδινε διαταγή στον κρατούμενο, στον οποίο είχε
δώσει μια τανάλια, να βγάζει τα χρυσά
δόντια[5] από τους νεκρούς.
Βαλίτσες με δόντια κρατουμένων, έτσι
όπως βρέθηκαν μετά την απελευθέρωση του Ζαξενχάουζεν
|
Είχα όμως μια περιπέτεια, που παραλίγο να μου στοιχίσει τη ζωή μου. Όταν
ήταν να βγάλουμε τα χρυσά δόντια από τους νεκρούς[6], οι
παλαιότεροι μου λένε: «Πρόσεχε, ό,τι κάνουμε εμείς θα κάνεις κι εσύ
γρήγορα. Διότι αυτός ο αξιωματικός ο Γερμανός που μαζεύει τα δόντια, είχε
σκοτώσει πολλούς που δειλιάζουν να κάνουν αυτή τη δουλειά. Είναι πολύ μοβόρος».
Εκτός από το ταναλάκι, μου δώσανε και μια λάμα για ν’ ανοίγω τις σιαγόνες και
ένα μαχαίρι για να σχίζω το μάγουλο, μήπως στο βάθος υπάρχει χρυσό δόντι, καθ'
ότι αίμα δεν είχαν καθόλου.
Τον πρώτο πεθαμένο που ανέλαβα, προτού του ανοίξω το στόμα, κάνω το
σταυρό μου και σκέφτηκα: «Θεέ μου, τι είναι αυτό που με βάλανε να κάνω;»
Από πάνω μου ήταν ο αξιωματικός Γερμανός,
γιατί δεν ενήργησα γρήγορα. Μου φωνάζει να κάνω γρήγορα και, όπως ήμουνα
γονατισμένος, μου δίνει μια κλοτσιά από πίσω και τον βλέπω να πάει το χέρι του
στο πιστόλι. Εγώ αμέσως του βγάζω ένα χρυσό δόντι, ευτυχώς που είχε μπροστά και
του το έδωσα. Μου λέει γκούτ
(καλό). Λαχτάρισα. Παραλίγο θα με σκότωνε. Ο αξιωματικός έφευγε με το που
τελείωνε η αφαίρεση δοντιών.
Στο πρώτο φορτίο που φορτώσαμε στη ρεμούλκα, να την πάμε στον φούρνο,
μου λένε οι άλλοι κρατούμενοι:«Παραλίγο θα σε σκότωνε. Φθηνά τη γλίτωσες!»
Επιβλέποντες μετά ήταν Γερμανοί κρατούμενοι (Koμμoυνιστές), χειρότερoι από τους στρατιώτες, για να έχουν
καλή μεταχείριση από τα SS, οι λεγόμενοι ΚAΠO.
Ρεμούρκες που περιείχαν πτώματα στο
Ζαξενχάουζεν
|
Όταν τελείωνε η συλλογή πτωμάτων,
μας πηγαίνανε σε άλλες αγγαρείες. Έπρεπε να κλείσουμε το 12ωρο εργασίας.
Στον καθαρισμό χώρων (ακόμα και της στάχτης πέριξ των κρεματορίων[7]), στα
εργοστάσια που βρίσκονταν περιμετρικά του στρατοπέδου Ζαξενχάουζεν, σε
αγροτικές εργασίες μέσα και έξω από το στρατόπεδο.
Η διαδικασία της συλλογής πτωμάτων είχε ως εξής. Το πρωί μετά το
προσκλητήριο παίρναμε τη ρεμούλκα έξι άτομα γύρω από τη ρεμoύλκα, οι δύo μπροστά στο τρίγωνο
(τιμόνι). Υπήρχαν συρματόσχοινα που περνάγαμε εις την πλάτη, καθώς και οι δύο
μπροστά τραβούσαν και αυτοί. Ο θαλαμοφύλακας είχε παραδώσει τον αριθμό
αποθανόντων. Πρώτα τους κατεβάζαμε από τα διώροφα ή τριώροφα κρεβάτια, δεν
θυμάμαι. Τους μαζεύαμε σε ανοιχτό χώρο για την αφαίρεση δοντιών, για να μπορεί
ο αξιωματικός να ελέγχει την κατάσταση. Μετά άρχιζε το γδύσιμο. Ταξινομούσαμε
στις σακούλες κάθε είδος ρούχου και
έγραφε ο ΚAΠO[8]. Επίσης ξηλώναμε με προσοχή τα νούμερα. Διπλαρώναμε με τη
ρεμούλκα, ανοίγαμε το παραπέτι και αρχίζαμε να φορτώνουμε και οι τέσσερις της
αγγαρείας, δύο από τα χέρια και δύο από τα πόδια και με φόρα τους πετάγαμε
επάνω. Όταν όμως κλείναμε το παραπέτι,
αφού γέμιζε ως εκεί με πτώματα, χρειαζότανε περισσότερη δύναμη για να
πετάξoυμε και άλλους πάνω.
Ήμουν ο μικρότερος, κοντότερος και ο πιο αδύναμος στην τετράδα. Με είδε
ο ΚAΠO ότι δεν μπορούσα να βοηθήσω αποτελεσματικά. Με πήρε από το φόρτωμα και
με έβαλε να βγάζω τις σακούλες με τα ρούχα έξω. Τις σακούλες τις φορτώναμε στο
τέλος, τις πηγαίναμε σε αποθήκη, και τις ταχτοποιούσαμε κάθε είδος χωριστά.
Βέβαια στο τράβηγμα της ρεμούλκας έπαιρνα πάλι τη θέση μου.
Ένα πρωινό, ο θαλαμοφύλακας δεν πρόσεξε ότι σε μια γωνία στα κρεβάτια
ήταν τρία άτομα, δύο πεθαμένα και ένας άρρωστος και έδωσε λάθος αριθμό στον
ΚΑΠΟ. Στο προσκλητήριο μπλοκ (θαλάμου) έπρεπε να αναφέρονται και πόσοι είναι
μέσα πεθαμένοι και άρρωστοι, ούτως ώστε να ταιριάζει ο αριθμός κρατουμένων. Στη
συνέχεια γινότανε προσκλητήριο στρατοπέδου και ήταν υπεύθυνος ο ΚΑΠΟ. Ο ΚΑΠΟ είδε το λάθος του και έφαγε αρκετό
ξύλο. Έκτοτε έβαλε υπεύθυνους και άλλους τρεις να ελέγχουν όλα τα κρεβάτια
και να δίνουν αναφορά.
Ένα απόγευμα, εν ώρα αναπαύσεως με φώναξε ο ΚΑΠΟ, και μου έπιασε
κουβέντα από ποιο στρατόπεδο ήλθα και πού δούλευα. Ήξερα αρκετά Γερμανικά και
συνεννοούμουν καλά. Του είπα ότι ήλθα από το Φάλκεζεν και δουλεύω στο εργοστάσιο παραγωγής
αρμάτων μάχης της εταιρίας DEMAG[9].
Στη συνέχεια τον ενημέρωσα ότι αρρώστησα και με φέρανε σ’ αυτό το
στρατόπεδο.
O Anton
Kaindl ήταν διοικητής του στρατοπέδου Sachsenhausen 1943-1945. Συνελήφθη από τους Σοβιετικούς, δικάστηκε για εγκλήματα πολέμου στο Βερολίνο, μεταφέρθηκε στο Vorkuta Gulag στη Σοβιετική Ένωση, όπου και απεβίωσε τον Αύγουστο του 1948. Πηγές : https://en.wikipedia.org/wiki/Anton_Kaindl , https://collections.ushmm.org/search/catalog/pa1099313 |
Περίπου δύο φορές την εβδομάδα με πέρναγαν το βράδυ από μηχανήματα. Ο
πυρετός μου έπεσε σε πέντε ημέρες και δεν αισθανόμουν τίποτα άλλο. Σκεφτόμουν: γιατί
δεν με διώχνουν πίσω, θα με αφήσουν να κάνω αυτή τη δουλειά; Παρακάλεσα το
προϊστάμενό μου-ΚΑΠΟ να με πάει σε άλλη δουλειά. Είχαν κάτι κυλίνδρους που τους
τραβούσαν κρατούμενοι να ισοπεδώνουν το έδαφoς. «Δεν μπορώ διότι το νούμερό σου
έχει καταχωρηθεί γι’ αυτή την εργασία[10]». Eπίσης μου λέει
ότι «oι
γιατροί θα φροντίσουν να σε γιατρέψουν γιατί είσαι παραγωγικός και νέος, τους
είσαι απαραίτητος. Είναι πολύ καλοί γιατροί, για να σε κρατάνε, κάτι έχεις. Εάν
δεν μπορέσουν να σε γιατρέψουν, θα σου κάνουν μια ένεση να πεθάνεις[11]».
Του λέω «Εάν πρόκειται να κάνω αυτή τη δουλειά συνέχεια, καλύτερα να μου την
κάνουν να ησυχάσω».
Περίπου στο μήνα, για τελευταία φορά ένα βράδυ, με φωνάξανε πάλι οι
γιατροί. Ήταν τρεις και μου λένε, «δεν έχεις τίποτα τώρα, αύριο φεύγεις για το
Φάλκεζεν». Τους ευχαρίστησα, και τους ρώτησα τι είχα. Δεν κατάλαβα τη
λέξη, αλλά με νεύμα μου έδειξαν πρoς το στομάχι και την κοιλιά. Μάλιστα ο ένας
γιατρός, ηλικιωμένος, με χτύπησε στην πλάτη φιλικά και μου λέει: «Είσαι
καλός Έλληνας».
Όπως προανέφερα στο Φάλκεζεν, όταν δεν λειτουργούσε το εργοστάσιο, μας
πηγαίνανε σε διάφορες εργασίες, μεταξύ αυτών και στους χώρους που είχανε τους
σκύλους και τρώγαμε τα ξεροκόμματα που ήταν μισοφαγωμένα, ίσως εκεί πήρα το
μικρόβιο του εχινόκοκκου[12].
Ο μπάρμπα – Ηλίας Σπανόπουλος
|
Όταν
επέστρεψα στο στρατόπεδο Φάλκεζεν, έπειτα από αυτή την κατάσταση που
αντιμετώπισα στο στρατόπεδο (Ζαξενχάουζεν), ψυχολογικά δεν πήγαινα καλά. Φωνάζω
τον μπάρμπα-Ηλία Σπανόπουλο και του είπα το πρόβλημά μου και το τι τράβηξα,
εκεί που με πήγανε.
Με αγκάλιασε και μου λέει ότι «εδώ
που μας φέρανε, επόμενο είναι ότι θα τα τραβούσαμε αυτά, μη στεναχωριέσαι, ο
Θεός θα μας προστατεύσει και θα γυρίσουμε ζωντανοί πίσω. Διάβαζε την Αγία
Επιστολή και θα σου δώσει δύναμη» (είχε βρεθεί μια Αγία Επιστολή και την
διαβάζαμε όλοι οι Έλληνες που είμαστε, δεν θυμάμαι πόσοι, όχι πολλοί). Και
πράγματι μόλις τη διάβαζα, μου έδινε δύναμη και ξεχνούσα αυτά που πέρασα, αυτό
το μήνα στο Ζαξενχάουζεν.
Τον χρόνο αναπαύσεως, μας
έλεγε πολλά ο Ηλίας Σπανόπουλος, σε εμένα και τον Ιωάννη Σούφρα, μας έδωνε
θάρρος και άλλα πολλά. Είναι γεγονός ότι οφείλω πολλά στον μπάρμπα-Ηλία
Σπανόπουλο καθώς και στον Ναπολέοντα Σουκατζίδη, στο Xαϊδάρι, πoυ τον εκτέλεσαν
την 1 Μαΐου 1944 (ΑΣ ΕΙΝΑΙ ΑΙΩΝΙΑ Η ΜΝΗΜΗ ΤΟΥΣ).
Όταν πηγαίναμε από το στρατόπεδο στο εργοστάσιο, η διάταξη είμαστε, δεν
θυμάμαι καλά, ανά 100 σε πεντάδες. Εκατέρωθεν μας συνόδευαν στρατιώτες. Τον
χειμώνα, με τον πάγο και με ξύλινα παπούτσια γλιστρούσανε. Εάν έφευγες,
γλιστρούσες από τη γραμμή ένα μέτρο. Ο στρατιώτης σε εκτελούσε, με το
αιτιολογικό ότι πήγες να δραπετεύσεις, δι' αυτό προσέχαμε τους ακραίους να τους
πιάσουμε. Μας είπαν οι παλαιότεροι ότι είχαν σκοτώσει πολλούς με αυτή τη
δικαιολογία.
Την πρωτοχρονιά του 1945 ήμουνα νυχτερινός και τα μεσάνυχτα μας δίνανε
ένα σάντουιτς και καφέ (νεροζούμι).
Μαζευτήκαμε όλοι οι Έλληνες αυτού του τμήματος και ευχηθήκαμε «καλή
λευτεριά».
Τον Ιανουάριο 1945 μας πάνε μια ομάδα να ξεφορτώσουμε ξυλεία σε βαγόνια
του τρένου. Κόβεται το συρματόσχοινο και κυλάνε τα ξύλα. Τέσσερις οι
σκοτωμένοι, εγώ πλακωμένος από κάτω και άλλος ένας. Μας ξεπλακώνουν, με περνάνε
ακτίνες γιατί είχα πάθει ζημιά στη μέση. Μου βάζουν μια ζώνη και για 15 μέρες
δεν με έστειλαν για δουλειά. Μετά με πήγανε στο εργοστάσιο στη μηχανή μου και
το μόνο που μου επέτρεψαν, όταν δεν είχα εξαρτήματα να επεξεργασθώ στη μηχανή,
ήταν να έχω δικαίωμα να κάθομαι λόγω του προβλήματος μου.
|
[1] Το στρατόπεδο Ζαξενχάουζεν (Sachsenhausen https://www.sachsenhausen-sbg.de/en/history/1936-1945-sachsenhausen-concentration-camp/) βρισκόταν 35 χλμ. μακριά από το Βερολίνο και ιδρύθηκε
το 1938 με πολιτικούς κρατούμενους που μετέφεραν από άλλα στρατόπεδα της
Γερμανίας. Οι πρώτοι πολιτικοί κρατούμενοι, πολίτες της τότε Γερμανίας, έχτισαν
τα κτίρια του στρατοπέδου και εξαναγκάστηκαν σε υποχρεωτική εργασία στα
εργοστάσια που βρίσκονταν στο περίβολο του στρατοπέδου. Το 1939 το στρατόπεδο
αριθμούσε 11.300 κρατούμενους (Γερμανούς κομμουνιστές, Εβραίους και αιχμαλώτους
πολέμου). Αυτή την περίοδο ξέσπασε μια επιδημία τύφου. Λόγω της έλλειψης τροφής
και φαρμάκων, αυτή η επιδημία εξαπλώθηκε και εκατοντάδες κρατουμένων πέθαναν.
Μέχρι το 1940 δεν υπήρχαν κρεματόρια στο Ζαξενχάουζεν και οι νεκροί στέλνονταν
για καύση σε άλλα στρατόπεδα. Τα πρώτα κρεματόρια δημιουργήθηκαν τον Απρίλιο
του 1940. Χιλιάδες άνθρωποι θανατώθηκαν κάτω από απάνθρωπες συνθήκες (ξυλοδαρμοί, κρέμασμα,
τυφεκισμοί κ.α.). Τον Απρίλιο του 1945, λόγω της προέλασης των Σοβιετικών,
χιλιάδες κρατούμενοι υποχρεώθηκαν σε μια «Πορεία Θανάτου». Σκοπός των Ες-Ες
ήταν να τους φορτώσουν σε καράβια και να τα βυθίσουν στη συνέχεια. Οι
Σοβιετικοί μπήκαν στο στρατόπεδο στις 22 Απριλίου του 1945 και βρήκαν 3.000
επιζώντες τους οποίους και απελευθέρωσαν. Υπολογίζεται ότι θανατώθηκαν
30.000-35.000 άνθρωποι. (Σ.τ.ε.)
[2] Το Φάλκεζεν (Falkensee ) ήταν ένα από τα 44
υποστρατόπεδα που βρίσκονταν στην περιοχή του στρατοπέδου Ζαξενχάουζεν, στα
δυτικά του Βερολίνου. Εκεί κατασκευάζονταν τα γερμανικά τανκς – πάντσερ
(μοντέλο Albrechtshof) της εταιρείας Demag. Πέριξ του εργοστασίου υπήρχε ηλεκτρικά φορτισμένος
φράχτης για την προστασία του από τα παραπήγματα των κρατουμένων. Περίπου 2.500
κρατούμενοι ήταν στο στρατόπεδο και εξαναγκάστηκαν σε εργασία στο εργοστάσιο
του στρατοπέδου. (Σ.τ.ε.)
[3] «Στους χώρους
μερικών στρατοπέδων συγκέντρωσης δημιουργήθηκαν εργοστάσια όπλων που
λειτουργούσαν συνεχώς. Άρχισε επίσης η απασχόληση κρατουμένων σε εξοπλιστικά
εργοστάσια που βρίσκονταν και έξω από τα στρατόπεδα. Η Γενική Δ/νση Διαχείρισης
και Επιμελητείας των SS ενδιαφερόταν
να εξασφαλίσει για την εξοπλιστική βιομηχανία το μεγαλύτερο όγκο εργατικής
δύναμης, ακόμη και αν αργότερα θα είναι ανίκανη για εργασία. Την κατάσταση
όξυναν οι αυξανόμενες, κυριολεκτικά απεριόριστες, απαιτήσεις από μέρους του
Υπουργείου Εξοπλισμών. Πολλοί διοικητές στρατοπέδων διατάχτηκαν να προμηθεύουν
τα εργοστάσια αυτά με τη μεγαλύτερη δυνατή ποσότητα εργατικών χεριών που κατά
την επιλογή των SS κρίνονταν
υγιείς και δυνατοί.», Rudolf Hoess,
Αυτοβιογραφία, σελ. 210-212. (Σ.τ.ε.)
[4] Εννοεί τα βρετανικά συμμαχικά αεροπλάνα γιατί η
Βρετανία, λόγω της γεωγραφικής της θέσης ήταν από τις λίγες χώρες που δεν
κατελήφθησαν από τους Γερμανούς και ανέλαβαν το μεγαλύτερο βάρος του πολέμου
εναντίον τους. (Σ.τ.ε.)
[5] Ο B. Jacobs αναφέρει : «…έπρεπε να γονατίζω πάνω από τα πτώματα και να ανοίγω το στόμα τους με τη
βία χρησιμοποιώντας ένα εργαλείο. Την ώρα που το στόμα άνοιγε έβγαινε ένας ήχος
σπασίματος. Όταν το στόμα ήταν πλέον ανοιχτό αφαιρούσα τα χρυσά δόντια. Δεν
είναι κάτι για το οποίο μπορώ να είμαι περήφανος. Αλλά εκείνη την περίοδο δεν
είχα αισθήματα. Ήθελα να επιβιώσω. Ακόμα κι έτσι η ζωή δεν ήταν ανεκτή, αλλά ο
άνθρωπος κρατιέται από αυτήν πάση θυσία», L. Rees, Οι Ναζί και η τελική λύση, σελ. 200. (Σ.τ.ε.)
[6] «Τα χρυσά δόντια
που αφαιρούνταν από τους νεκρούς
χύνονταν σε εργαστήρια που βρίσκονταν στο νοσοκομείο του στρατοπέδου και
ο παραγόμενος χρυσός μαζί με τα τιμαλφή στέλνονταν στο Βερολίνο, στη Ραιχσμπαντ
και στη συνέχεια στην Ελβετία σε ειδικούς λογαριασμούς. Από τα βιβλία που
βρέθηκαν προκύπτει ότι υπήρξαν περίοδοι που από τα χρυσά δόντια των θυμάτων παράγονταν ημερησίως 10-15 κιλά
καθαρού χρυσού», Rudolf Hoess, Αυτοβιογραφία, σελ. 15-16. (Σ.τ.ε.)
[7]«Οι στάχτες των κρεματορίων, κατά τόνους καθημερινά,
εύκολα αναγνωρίζονταν, διότι συχνά περιείχαν δόντια ή σπονδύλους. Παρόλα αυτά
χρησιμοποιήθηκαν για διάφορους σκοπούς : για κάλυψη βαλτότοπων, σαν θερμικό
μονωτικό στους τοίχους των οικοδομών από ξύλο, σαν φωσφορικό λίπασμα. Ιδιαίτερα
αξιοσημείωτο είναι το ότι χρησιμοποιήθηκαν αντί χαλικιών για να καλύψουν
δρόμους των χωριών κοντά στα στρατόπεδα…», Primo Levi, Αυτοί που
βούλιαξαν και αυτοί που σώθηκαν, σελ 131. (Σ.τ.ε.)
[8] «Τα είδη
ρουχισμού που αφαιρούνταν από τους κρατούμενους, πριν το θάνατό τους, στα
στρατόπεδα συγκέντρωσης στέλνονταν για
έρευνα για να ανακαλυφθούν πολύτιμα αντικείμενα που ήταν κρυμμένα σ’ αυτά και
στη συνέχεια χρησιμοποιούνταν για συμπλήρωση του ιματισμού των κρατουμένων.
Μεγάλο μέρος του ιματισμού παραδινόταν στην κοινωνική πρόνοια για τους
πρόσφυγες και για τα θύματα των βομβαρδισμών. Τα αντικείμενα αξίας και τα
χρήματα που τα ανακάλυπταν κρυμμένα στέλνονταν για διαλογή σε ειδική υπηρεσία
και στη συνέχεια φυλάσσονταν στα θησαυροφυλάκια του Ράιχ ή αποστέλλονταν στο
εξωτερικό, κυρίως στην Ελβετία», Rudolf Hoess, Αυτοβιογραφία, σελ. 221-222. (Σ.τ.ε.)
[9] Η γερμανική εταιρεία DEMAG ιδρύθηκε το 1906 και στην αρχή έφτιαχνε γερανούς
φορτοεκφόρτωσης. Το 1910 σχεδίασε και υλοποίησε το μεγαλύτερο πλωτό γερανό στο
Μπέλφαστ. Στη συνέχεια δημιούργησε σκαπτικά μηχανήματα, ηλεκτράμαξες, βαγόνια
τραίνων και κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου τα περίφημα γερμανικά
τανκς – πάντσερ που πρωτοστάτησαν καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου. Σήμερα
υπάρχουν μερικά από αυτά τα τανκς σε μουσεία στη Γαλλία, τη Γερμανία, την
Πολωνία, την Ολλανδία, τη Ρωσία, αλλά και σε ιδιωτικές συλλογές. Λίγα από αυτά
βρίσκονται ακόμα σε λειτουργία. Η DEMAG
συνεχίζει την παραγωγή βαρέος μηχανολογικού εξοπλισμού και το 1973 εξαγοράζεται
από την Mannesmann και το 1999 από
τη Siemens. (Σ.τ.ε.)
[10] Οι επικεφαλής των στρατοπέδων συγκέντρωσης κρατούσαν
πλήθος στοιχείων των κρατουμένων τα οποία κατέγραφαν καθημερινά. Μετά το πέρας
του Β’ Παγκοσμίου πολέμου η ευθύνη της φύλαξης των αρχείων των ναζιστών ανήκε,
με βάση τη Συνθήκη της Βόννης, στον Ερυθρό Σταυρό και ειδικότερα στη Διεθνή
Υπηρεσία Αναζητήσεων, η οποία μετά τον πόλεμο ανέλαβε το έργο του εντοπισμού
και του επαναπατρισμού των εκτοπισθέντων από τις αρχές κατοχής. Τα αρχεία των
ναζιστών βρίσκονται σήμερα συγκεντρωμένα στη Γερμανία και εξακολουθούσαν να
θεωρούνται απόρρητα με βάση μια διεθνή συνθήκη την οποία συνυπέγραψαν το 1955 ένδεκα
κράτη, ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνεται και η Ελλάδα. Με την αναθεώρηση της
συνθήκης του 1955, τον Μάιο 2006, άνοιξε πλέον ο δρόμος για την παράδοση αυτού
του υλικού στην «ιστορική έρευνα». Τα αρχεία αυτά άργησαν να δημοσιοποιηθούν
από τη Γερμανία και την Ιταλία καθώς, αν τα στοιχεία τους δίνονταν στη
δημοσιότητα, τότε εκατομμύρια ανθρώπων θα αξίωναν αποζημιώσεις από τα δύο αυτά
κράτη. Τα αρχεία αυτά περιέχουν: α) Τους ατομικούς φακέλους 17,5 εκατομμυρίων
προσώπων με στοιχεία όπως το ποινικό μητρώο, η φυλετική προέλευσή τους, η
κατάσταση της υγείας τους, τα παράνομα τέκνα που ενδεχομένως είχαν, οι επαφές
τους με τον κοινωνικό περίγυρο, κ.α. β) Πληροφορίες για τον τρόπο λειτουργίας
των στρατοπέδων συγκέντρωσης και εξολόθρευσης και για τις συνθήκες διαβίωσης
όσων διά της βίας εξαναγκάστηκαν να εργασθούν (7,6 εκατομμύρια ξένοι εργάτες, η
συντριπτική πλειονότητα των οποίων είχε μεταφερθεί από τις κατεχόμενες χώρες
διά της βίας) σε γερμανικά εργοστάσια κατά τη διάρκεια της κατοχής. γ) Εκθέσεις
και μελέτες για τα αποτελέσματα των «ιατρικών επιστημονικών πειραμάτων» που οι
Γερμανοί έκαναν επί των κρατουμένων, δ) Διατάγματα, αποφάσεις, οδηγίες και
εγκύκλιοι που εξέδωσαν οι αρχές κατοχής. «Στο φως τα αρχεία των ναζιστών», Το
ΒΗΜΑ, 14/05/2006 (Σ.τ.ε.)
[11] Ένας ΚΑΠΟ κομμουνιστής περιέγραφε την μοίρα των
ασθενών «Μας είπε ότι στο στρατόπεδο
Ζαξεχάουζεν είχε ακούσει κάτι φήμες για ανθρώπους που τους έπαιρναν από τα
νοσοκομεία και τους εξαφάνιζαν κάπου», L. Rees, Οι Ναζί και η τελική λύση, σελ. 72. (Σ.τ.ε.)