Κοκκίνου Ευαγγελία, κόρη του Λουκά Κόκκινου |
Τα χρόνια της κατοχής αλλά και το διάστημα εγκλεισμού του στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης τον φόρτωσαν με «εμπειρίες» από τις οποίες δεν βγαίνει κανείς αλώβητος. Τις κουβαλάει πάντα μαζί του και κατ’ επέκταση επηρεάζουν τη ζωή του αλλά και τη ζωή των γύρω του. Έχω σκεφτεί πολλές φορές ότι ο πατέρας μου ήταν θέμα τύχης που γλίτωσε από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και μπόρεσε να επιστρέψει στο σπίτι του, στην Άμφισσα. Είναι θέμα τύχης ακόμα και η ύπαρξή μας. Πολλοί ήταν αυτοί που δεν άντεξαν την πείνα, τις κακουχίες, τα βασανιστήρια, τις στερήσεις.
Από μικρά παιδιά ακούγαμε τις ιστορίες του πατέρα μου, στα ναζιστικά
στρατόπεδα συγκέντρωσης, σαν παραμύθια. Δεν είχαμε πιστέψει αυτά που του συνέβησαν, μπορεί και να μη
θέλαμε. Ήμασταν πολύ νέοι για να καθίσουμε ν’ ασχοληθούμε, να δώσουμε προσοχή. Τα
χρόνια πέρασαν, ανοίξαμε τα φτερά μας και δεν επιστρέψαμε στην οικογενειακή
εστία παρά πολλά χρόνια μετά. Δεν ξέραμε καν ότι ετοίμαζε την Α’ έκδοση του
βιβλίου του. Μας το έδειξε όταν ήταν πια τυπωμένο. Η αλήθεια είναι ότι
σοκαριστήκαμε μ’ αυτά που διαβάσαμε. Αισθάνθηκα υπερηφάνεια όταν πολλοί
συντοπίτες μου Αμφισσείς με πλησίασαν και με συνεχάρησαν για το βιβλίο του
πατέρα μου. Με πλησίασαν και μερικοί που με άφησαν να καταλάβω ότι αμφισβητούσαν
τις περιπέτειές του πατέρα μου τα δύσκολα εκείνα χρόνια.
Θεώρησα χρέος μου ότι θα έπρεπε να διασταυρώσω τα λεγόμενα του πατέρα
μου με ιστορικές πηγές και αναφορές άλλων συγγραφέων που έχουν καταγράψει
γεγονότα εκείνης της περιόδου έτσι ώστε να στηρίξω το λόγο του και ν’
αποδείξω, αν θέλετε, τη σκοπιμότητα καταγραφής αυτών των αναμνήσεων που ίσως θα
έπρεπε να ειπωθούν χρόνια πριν και την ώρα που έπρεπε. Ο Αυστριακός φιλόσοφος Jean Amery
έγκλειστος για χρόνια στα στρατόπεδα συγκέντρωσης δεν μπόρεσε ποτέ να
ξεπεράσει τα γεγονότα εκείνης της περιόδου. Όταν πια είναι ελεύθερος σημειώνει
: «Αυτός
που βασανίστηκε παραμένει βασανισμένος… Όποιος υπέστη βασανιστήρια δεν θα
μπορεί πλέον να προσαρμοστεί στον κόσμο, το όνειδος της εκμηδένισης δεν σβήνει
ποτέ. Η εμπιστοσύνη στην ανθρωπότητα, ραγισμένη ήδη στο πρώτο ράπισμα,
συντετριμμένη μετά τα βασανιστήρια, δεν επανακτάται πλέον».
Πολλοί ήταν αυτοί που πέρασαν την εμπειρία της αιχμαλωσίας, πολλοί
σιώπησαν, αλλά και αρκετοί διηγήθηκαν. Ίσως να σιώπησαν γιατί αισθάνονται
ντροπή, γιατί θέλουν να ξεχάσουν, να λησμονήσουν, να απομακρυνθούν από τις
αναμνήσεις τους γιατί είχαν ν’ αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα η οποία ήταν
εξίσου σκληρή, γιατί είχαν να επιβιώσουν σε μια εποχή με διαλυμένες, από τον
πόλεμο, οικονομίες. Δεν τους ψέγει κανείς.
Από την άλλη πολλοί διηγήθηκαν και λίγοι κατέγραψαν και ίσως να ήταν
αυτοί που δεν αισθάνθηκαν ντροπή γι’ αυτό που τους συνέβη, που αισθάνθηκαν
ανακούφιση που τελείωσε αλλά ήταν αυτοί που η αιχμαλωσία τους σημάδεψε ολόκληρη
την ύπαρξή τους και τη μετέπειτα ζωή τους. Άλλοι υπέφεραν και υποφέρουν ακόμα με τη
θύμηση των συμφορών, άλλοι το εξέλαβαν ως εμπειρίες ζωής. Είναι
γεγονότα που συνέβησαν, γεγονότα που δεν μπορούν να αποσιωπηθούν ή να
απαλειφθούν από την ιστορία, γεγονότα
που μπορεί να ξανασυμβούν.
Όμως ο πατέρας μου όλα αυτά τα χρόνια, παρόλες τις επώδυνες και
αλησμόνητες εμπειρίες του, μας ενέπνευσε το σεβασμό στους άλλους, την
ανιδιοτέλεια, την υπηρεσία στο καλό των συνανθρώπων μας, χωρίς εμπάθεια ή
προκαταλήψεις. Καθοριστική στάθηκε για μας τα παιδιά του η αγάπη του
για τη ζωή και το συνάνθρωπο, η προσπάθειά του για βελτίωση και καλυτέρευση των
συνθηκών της δικής του αλλά και της δικής μας ζωής. Η αποφασιστικότητα και το
ήθος του σ’ όλες τις πτυχές της ζωής του αποτέλεσε ορόσημο και σημείο αναφοράς
για μας, τα παιδιά του. Με προσωπική προσπάθεια κατάφερε να ξεπεράσει γεγονότα
που τον σημάδεψαν βαθιά όταν ήταν ακόμα παιδί, να ανδρωθεί μέσα σε καιρούς
δύσκολους για την Ελλάδα, να αγωνιστεί για τη ζωή του που ξεκίνησε με μηδενικά
εφόδια, να δημιουργήσει οικογένεια και να ζήσει δημιουργικά μέχρι τις μέρες
μας.
Ήταν
και είναι το παράδειγμά μας στους αγώνες της ζωής μας, τους περασμένους αλλά
και τους μελλοντικούς.