Άποψη της Άμφισσας, φωτογραφία του 1930 |
Είμαι ο τελευταίος από τα 6 παιδιά της οικογένειας : Ηλίας, Γεώργιος, Άγγελος, Σπύρος, Σωτηρία και Λουκάς κατά σειρά γέννησης.
Μεγαλώσαμε και τα 6 αδέρφια
στο σπίτι (προπολεμικά βέβαια) το οποίο βρισκόταν στην οδό Υλαίθου 15,
τοποθεσία Μάρμαρα (ακροποταμιά). Αυτό το σπίτι ανήκε στους παππούδες μου
και είναι ένα από τα πιο παλιά σπίτια που χρονολογούνται από την τουρκοκρατία.
Είχε υπόγειο, ισόγειο και πρώτο όροφο. Στο υπόγειο βάζαμε τις ελιές που
μαζεύαμε από τα κτήματα, το λάδι, το κρασί και το στάρι. Επίσης κατά τους
χειμερινούς μήνες τα ζωντανά μας (αρνιά και γίδες). Στο ισόγειο ήταν ο στάβλος
των αλόγων και άλλοι αποθηκευτικοί χώροι. Στον πρώτο όροφο βρίσκονταν τα λιτά
μας υπνοδωμάτια.
Ο πατέρας μου ήταν κρεοπώλης και φούρναρης. Το κρεοπωλείο το
είχε συνεταιρικά με τον Διονύση Τσαμαντάνη (εκεί που είναι το καθαριστήριο του
Κων/νου Μαργώνη, ιδιοκτησίας Λ. Γιδογιάννου). Επί της οδού Γιαγτζή ήταν το
αρτοποιείο (εκεί που σήμερα βρίσκεται το αρτοποιείο του Ντίνου Λύτρα). Η
συνεργασία του πατέρα μου με τον Διονύση Τσαμαντάνη ήταν άριστη. Σημειωτέον ότι
οι παλιοί ήταν μπεσαλήδες και δεν είχε ακόμα κυριαρχήσει το συμφέρον, όπως
είναι σήμερα. Θυμάμαι ότι πήγαινα στο κρεοπωλείο μικρός και μου δίνανε ό,τι
είχανε. Προπαντός ο μπάρμπα-Διονύσης μου έδινε κανένα κοσαράκι για να πάρω
στραγάλια. Κάθε μέρα μαγειρεύανε κυρίως γκιουβέτσι με κρέας (γιατί έπρεπε να
αντέξουνε στις δύσκολες συνθήκες εργασίας). Επίσης πίνανε πολύ ούζο για τον
ίδιο λόγο. Αυτό ήταν και η καταστροφή τους, γιατί λόγω του ποτού και της
υπερβολικής εργασίας, πέθαναν πρόωρα.
Ο πατέρας μου πέθανε όταν ήμουν στην ηλικία των 4 ετών. Θυμάμαι
σαν τώρα να παίζω έξω από το σπίτι και να βγαίνει πολύς κόσμος μαυροφορεμένος. Μετά
από πολλά χρόνια κατάλαβα τι ακριβώς έγινε εκείνη την ημέρα. Ο πατέρας
μου, το αρτοποιείο το άφησε στα δύο μεγαλύτερα αδέρφια μου, Ηλία και Γιώργο.
Τον Άγγελο τον σπούδασε δάσκαλο και ο Σπύρος πήρε τα κτήματα με τις ελιές.
Μετά το θάνατο του πατέρα μου, η μητέρα μου ανέλαβε το κουμάντο του
σπιτιού και ευτυχώς για όλους μας ήταν πολύ δραστήρια. Ήταν όμως άτυχη γιατί
πεθαίνοντας ο πατέρας μας το 1932, έμεινε χήρα στην ηλικία των 35 ετών περίπου,
στα δύσκολα προπολεμικά χρόνια.
Ιδιαίτερες αναμνήσεις από την
παιδική μου ηλικία μέχρι περίπου 8 ετών δεν υπάρχουν. Μετά τα 8 άρχισα να
καταλαβαίνω ορισμένα πράγματα όπως εξελίσσονταν στην Ελλάδα. Μαζί με τα παιδιά
της ηλικίας μου πήγαινα κάθε μέρα στο σχολείο. Τότε πήγαινα σχολείο στο παλιό
κτίριο που βρίσκεται σήμερα το 2ο Δημοτικό Σχολείο Άμφισσας.
Το κτίριο αυτό [1] ήταν
πέτρινο, με αρκετές αίθουσες ψηλοτάβανες, με μεγάλα παράθυρα. Δ/ντής του
σχολείου θυμάμαι ότι ήταν κάποιος Γκίκας.
Ο Δάσκαλος Γκίκας, Διευθυντής του 2ου Δημοτικού Σχολείου Άμφισσας, φωτογραφία του 1935 |
Είχαμε
καλούς δασκάλους που επέμεναν να μάθουμε γράμματα, όπως ο Ράϊκος, η
σύζυγός του Γεωργία, ο Λακαφώσης και άλλοι. Τα αγόρια φορούσαμε καπέλο. Τα
μαλλιά ήταν κομμένα με την ψιλή. Τσάντα δεν είχαμε, βιβλία δεν είχαμε, για
τετράδια ούτε λόγος.
Οι μικρότεροι έπαιρναν τα βιβλία (αναγνωστικά) των
μεγαλύτερων και με τη σειρά τους τα έδιναν στους μικρότερους όταν τελείωναν την
τάξη. Γράφαμε στην πινακίδα με το κοντύλι. Το κοντύλι ήταν δεμένο με σκοινί
στην πλάκα για να μην το χάνουμε. Οι περισσότεροι της ηλικίας μου, την εποχή
εκείνη φορούσαμε μπαλωμένο παντελόνι, μπαλωμένα παπούτσια και δεν υπήρχε
παρεξήγηση.
Το 2ο Δημοτικό Σχολείο
Άμφισσας όπως ήταν μέχρι τη δεκαετία του ΄70
|
Ήταν γεγονός ότι ήμασταν άτακτα παιδιά και οι
δάσκαλοι για να μας συνετίσουν χρησιμοποιούσαν τη βέργα. Δεν υπήρχε διάλογος ή
άλλες δημοκρατικές διαδικασίες, όπως είναι σήμερα και μας χτυπούσαν με το
παραμικρό. Όταν δεν καθόμασταν ήσυχα στην τάξη, ή δεν είχαμε διαβάσει τα
μαθήματά μας, μας χτυπούσαν με το χάρακα στα χέρια, ή μας έβαζαν τιμωρία στο
υπόγειο για 1 ώρα μετά το σχόλασμα.
Επίσης στο σχολείο δεν έπρεπε να μας βρουν ψείρες. Όταν συνέβαινε αυτό,
μας πήγαιναν για κούρεμα με την ψιλή. Άλλο βάσανο κι αυτό. Στο κουρείο του
Κοντονίκου που πήγαινα, ο βοηθός του, που τον λέγανε Νιανιάρα (παραγκώμι), είχε
μηχανή του χεριού που δεν έκοβε καλά και μας έβγαζε τις τρίχες από τη ρίζα.
Μας δίνανε λίγες δεκάρες για χαρτζιλίκι κι εμείς παίρναμε στραγάλια
αρμυρά. Πίναμε και νερό για να φουσκώσουν τα στραγάλια και να χορτάσουμε. Αν
μας περίσσευε κάτι, το ρίχναμε στον κουμπαρά. Όλα τα παιδιά, την εποχή εκείνη,
προπολεμικά, περιμέναμε να γίνουν βαφτίσια, ή γάμοι στις εκκλησίες και
φροντίζαμε να είμαστε παρόντες στην «ρεμούλα» για να πάρουμε κάνα κοσαράκι.
Μαζεύαμε και όσα γλυκά μπορούσαμε.
Οι περισσότεροι γονείς έστελναν τα παιδιά τους στα μαγαζιά της αγοράς να
κάνουν θελήματα (ιδίως κατά τους καλοκαιρινούς μήνες που ήταν κλειστά τα
σχολεία). Έτσι συνέβη και με μένα. Είχα κάποια απασχόληση για να μη γυρίζω
άσκοπα στους δρόμους. Αυτό που θυμάμαι χαρακτηριστικά ήταν ότι οι γονείς (όταν
μιλούσαν μεταξύ τους) λέγανε «εγώ το παιδί μου το ρόγιασα» δηλαδή
το έστειλα σ’ ένα μαγαζί της αγοράς να δουλεύει για κάποιες ώρες και να
κερδίζει μερικά χρήματα. Σ’ ένα μαγαζί που βρισκόμουν, το θυμάμαι σαν και τώρα,
άκουσα τους πελάτες που ψώνιζαν να συζητούν ότι έγινε δικτατορία με αρχηγό τον Ιωάννη
Μεταξά [2]. Άλλοι τον κατηγορούσαν και άλλοι
τον επαινούσαν. Εμείς τα παιδιά δεν ήταν δυνατόν να έχουμε γνώμη σ’
αυτή την ηλικία. Δεχόμασταν τα πάντα αδιαμαρτύρητα. Οι γονείς δεν συζητούσαν
μαζί μας και δεν ξέραμε πολλά πράγματα, ιδίως για την πολιτική κατάσταση στην
Ελλάδα.
Βυρσοδέψες και
σχοινοποιοί της Άμφισσας, Φωτογραφία του
1933
|
Στην Άμφισσα πριν τον πόλεμο
ανθούσαν πολλές επαγγελματικές δραστηριότητες. Τα επαγγέλματα του βυρσοδέψη,
του σχοινοποιού, του κουδουνά, του σαγματοποιού, του πεταλωτή, του παντοπώλη,
του υποδηματοποιού, του σιδηρουργού, του οινομάγειρα, έδιναν δουλειά σε όλους,
γυναίκες, άνδρες και παιδιά. Θυμάμαι το βράδυ, οι ταβέρνες γέμιζαν από τους
κουρασμένους εργάτες που έτρωγαν και έπιναν κρασί γνήσιο και όταν έρχονταν στο
κέφι, άρχιζαν τα τραγούδια της εποχής εκείνης, ακόμα και αμανέδες.
Στην ταβέρνα
του Φαρόπουλου, φωτογραφία του 1939
|
Όλοι οι επαγγελματίες ήταν αγαπημένοι. Δεν
υπήρχε η σκέψη του συμφέροντος, ή η εξόντωση του άλλου επαγγελματία,
όπως συμβαίνει σήμερα.
Απέναντι από το φούρνο μας ήταν το ζαχαροπλαστείο του Μαυραϊδή. Εκεί
γινόταν το νυφοπάζαρο. Στις
ταβέρνες και το ζαχαροπλαστείο τελειώνανε οι πατεράδες τα συνοικέσια. Ο
πατέρας πήγαινε στο σπίτι, έλεγε στην κόρη του ότι την αρραβώνιασε με κάποιον
και δεύτερη κουβέντα δεν υπήρχε. Την εποχή εκείνη υπήρχαν πολλοί κανταδόροι.
Το βράδυ γύριζαν στις γειτονιές, όπου ήξεραν ότι υπήρχαν όμορφα κορίτσια, και
έλεγαν ωραία τραγούδια, μερικές φορές με τη συνοδεία κιθάρας. Αλλά κι εμείς
στην αγορά είχαμε διασκέδαση. Υπήρχαν κάποιοι τύποι που τους μεθούσαν και μετά
τους έκαναν χάζι, τους κορόιδευαν, τους έβαζαν να παλεύουν. Ο φωτογράφος Ηλίας
Μαχαιράς τους είχε φωτογραφία στη βιτρίνα του μαγαζιού του – εκεί που είναι
σήμερα το φωτογραφείο των αδερφών Λαλλά.
Εγώ μοίραζα ψωμί στα μαγέρικα το πρωί και έβλεπα τα φαγητά που
ήταν ήδη έτοιμα μπροστά στη στόφα. Την πρώτη θέση είχε το κεφαλόποδο από τράγο.
Γύρω
στις 9 η ώρα το πρωί, οι ταβέρνες γέμιζαν από κόσμο. Πήγαιναν προπαντός
οι κουδουνοποιοί και οι σχοινοποιοί που δούλευαν από τη νύχτα. Για το μεσημέρι
τα μαγέρικα μαγείρευαν άλλα φαγητά και άλλα για το βράδυ. Απέναντι από το αρτοποιείο
του αδερφού μου ήταν το οινομαγειρείο του Ιωάννη Αναγνωστόπουλου και του
Καπράλου. Ο μπάρμπα-Γιάννης ήταν πολύ καλός μάγειρας και πρόσεχε τους πελάτες,
γι’αυτό ήταν πάντα γεμάτος. Τα μόνα μαγαζιά που δεν είχανε πολύ δουλειά
ήταν τα αρτοποιεία (επειδή σε όλα τα σπίτια ζυμώνανε) και
τα χασάπικα, γιατί σχεδόν κάθε σπίτι είχε τα ζωντανά του. Το φθηνό
φαγητό του φτωχού ήταν η ρέγκα και ο βακαλάος.
Μάζεμα της ελιάς στον κάμπο της Άμφισσας
Φωτογραφία του 1959
|
Αυτό που θυμάμαι ήταν ότι είχαμε ησυχία, το εμπόριο πήγαινε καλά,
λειτουργούσαν όλα τα μαγαζιά. Το 90% των οικογενειών ασχολούνταν με
αγροτικές εργασίες, συγκεκριμένα με την καλλιέργεια της ελιάς. Στην περιοχή
μας εκείνα τα χρόνια, οι καιρικές συνθήκες ήταν ευνοϊκές, με αποτέλεσμα να
μαζεύουμε πολύ ελαιόκαρπο. Σε κάθε οικογένεια βοηθούσαν όλοι για τη συλλογή της
ελιάς, άντρες, γυναίκες, παιδιά. Από τα έσοδα του ελαιοκάρπου ζούσαμε πολύ
καλά. Τα περισσότερα σπίτια είχαν ζωντανά, κατσίκες, προβατίνες, κότες,
κουνέλια, οπότε σπάνια πηγαίναμε στο χασάπη. Αλλά και στα περιβόλια φυτεύαμε
απ’ όλα τα λαχανικά. Έξω από το σπίτι μας, στην οδό Υλαίθου περνούσε ο
χείμαρρος «Γατσοπνίχτης» και με το νερό που είχε μπορούσαμε άνετα να ποτίζουμε
τα περιβόλια. Στο περιβόλι μας είχαμε πολλά οπωροφόρα δέντρα. Επίσης για τη
μεταφορά του ελαιοκάρπου διατηρούσαμε και άλογο.
Είχαμε και αμπέλια και βγάζαμε πολύ και καλό κρασί. Οι ιδιοκτήτες των
κτημάτων, αλλά και οι εργάτες, έπιναν
πολύ για να μπορούν να δουλεύουν αρκετές ώρες την ημέρα. Ο μέσος όρος ζωής δεν
ξεπερνούσε τα 50-60 χρόνια. Το πολύ ποτό
και οι σκληρές συνθήκες εργασίας έφθειραν πολύ την υγεία τους. Οι εργάτες κάθε
πρωί πήγαιναν στα ελαιοκτήματα με τα πόδια. Χρειαζόταν μια ώρα για να πάμε και
μια ώρα για να γυρίσουμε το απόγευμα. Μεγαλύτερη ήταν η διαδρομή στα κτήματα
που είχαμε προς το Χρυσό, ή την Ιτέα όπου πήγαιναν με τη σούστα (κάρο) αλλά
επέστρεφαν με τα πόδια. Μερικές φορές νύχτωναν στο δρόμο της επιστροφής.
Εμείς είχαμε το αρτοποιείο και το καλοκαίρι πήγαινα εκεί για δουλειά. Ο
αδερφός μου Ηλίας το μεσημέρι με φόρτωνε με μια κανίστρα φραντζόλες και πήγαινα
και το μοίραζα σε σπίτια. Άρχιζα από την Τέχολη, ανέβαινα Άγιο-Νικόλα, Πηγάδια,
έφτανα μέχρι το Γκιρίζη. Ήτανε και απέξω από το αρτοποιείο, το χασάπικο του
Δημήτρη, Αποστόλη και Ανδρέα Ασημακόπουλου. Τους έκανα κάτι δουλειές και ό,τι
μου δίνανε το μάζευα και το πήγαινα στη μητέρα μου για να τη βοηθήσω. Την
έβλεπα ότι κουραζόταν πολύ.
Στο σπίτι πουλούσαμε το γάλα από τις κατσίκες, αυγά, κρασί γιατί
χρειαζόταν χρήματα, για να στείλει στον Αγγελή που σπούδαζε δάσκαλος. Σ’ αυτή
την ηλικία, πολλές φορές δεν φοράγαμε παπούτσια, ήμασταν κυρίως ξυπόλητοι. Το
χειμώνα όμως δεν μας άφηναν έτσι. Μας έφτιαχναν καινούρια, με χονδρές πρόκες
μπροστά και στο τακούνι πέταλο, όπως στα γαϊδουράκια. Σιγά-σιγά, μεγαλώνοντας άρχισα να
προσφέρω περισσότερες εργασίες στο αρτοποιείο, να ξεφορτώνω τσουβάλια
με αλεύρι από το αυτοκίνητο, να μεταφέρω καυσόξυλα για το φούρνο, καταλάβαινα
ότι άρχιζα ν’ αποκτώ δύναμη. Αισθανόμουν χρήσιμος και έβγαζα και χρήματα.
Έτσι όμορφα κυλούσαν τα προπολεμικά χρόνια. Η αναγγελία του
Ελληνο-ιταλικού πολέμου μας έφερε μεγάλες φασαρίες και ανακατωσούρες. Ο αδερφός
μου ο Ηλίας και ο Άγγελος πήγαν στο μέτωπο της Αλβανίας. Το αρτοποιείο το
διατηρούσε ο αδερφός μου Γιώργος με το Σπύρο, αφού ήταν πια οι προστάτες της
οικογένειας.
Οι Γερμανοί κατέλαβαν την Άμφισσα, στις 26/4/1941 και μετά από ένα μήνα περίπου παρέδωσαν, στις 29/5/1941, την διοίκηση της πόλης στους Ιταλούς. Στην αρχή της κατοχής που ήταν οι Γερμανοί στην πόλη μας, δεν μας πείραζαν. Και οι Ιταλοί δεν ήταν εχθρικοί απέναντί μας. Τα προβλήματα άρχισαν όταν ξεκίνησε το αντάρτικο και σκοτώσανε κάτι Ιταλούς στο φαράγγι Ρεκά. Οι Ιταλοί σε αντίποινα, συνέλαβαν και εκτέλεσαν μερικούς Αμφισσιώτες. Μας είχαν καταλάβει το Γυμνάσιο και κάναμε μάθημα στην πάνω πλατεία σε διάφορα μαγαζιά. Τα τρόφιμα άρχιζαν να λιγοστεύουν και οι Αμφισσείς πήγαιναν λάδι με τα μουλάρια στη Λαμία και στη Θεσσαλία, για να πάρουν καλαμπόκι. Το στάρι ήταν ακριβό και δεν μπορούσαν να το αγοράσουν. Όσπρια σπέρναμε στα γύρω χωράφια. Ευτυχώς εκείνη τη χρονιά τα ελαιόδεντρα είχαν πολύ καρπό. Το λυπηρό ήταν ότι έρχονταν άνθρωποι από την Αθήνα για να πουλήσουν πράγματα αξίας και να πάρουν ό,τι βρουν (λάδι, ελιές, όσπρια). Θυμάμαι ότι πέρασαν και κάποιες γυναίκες άγνωστες από τη μητέρα μου και τους έδωσε λάδι δωρεάν.
Η μητέρα μας ήταν άνθρωπος της εκκλησίας και προσπαθούσε καθημερινά να μας έχει στο δρόμο του Θεού. Κάθε πρωί μας ετοίμαζε το κατσικίσιο γάλα σε λεκανούλες που το πίναμε με συνοδεία ψωμιού. Έπρεπε υποχρεωτικά να σηκωνόμαστε όρθιοι και να κάνουμε την προσευχή μας και στη συνέχεια με τα σκαμνάκια μας, τα έξι παιδιά πηγαίναμε κοντά στο σουφρά για να φάμε το πρωινό μας. Το μεσημέρι ήταν σπάνιο να μαζευτούμε όλοι για φαγητό γιατί ήμασταν σε διάφορες δουλειές. Το χειμώνα έβραζε το φαγητό, στο τζάκι σε τσουκάλι (πινιάτα) και περιμέναμε πως και πως να σερβιριστούμε. Περνάγαμε ένας – ένας και μας γέμιζε τη λεκανούλα με φαγητό. Στο μέσο του σουφρά ήταν πάντοτε μια λεκάνη με ελιές ζαρωμένες. Τρώγαμε τουλάχιστον 20-30 ο καθένας. Μια κανάτα με κόκκινο κρασί ήταν κάθε μέρα στο τραπέζι. Πριν το φαγητό πάντα η προσευχή. Κάθε Κυριακή όλοι μαζί στην εκκλησία. Πηγαίναμε για μετάδοση συχνά. Επίσης συχνά περνούσε και ο παπάς να κάνει ευχέλαιο στο σπίτι. Ο αδερφός μου ο Άγγελος ήταν ψάλτης στον Αγ. Αθανάσιο, την ενορία μας. Ήταν αμαρτία να πατήσεις ψίχουλο ή να βάλεις το καρβέλι ψωμί ανάποδα, καθώς και τη σιδεροστιά. Η μητέρα μας έκανε φιλότιμες προσπάθειες για ν’ ακολουθούμε πάντα στο σωστό δρόμο, του Θεού. Μια γιαγιά που βρισκόταν στο σπίτι, μας έλεγε τρομερά πράγματα κάθε βράδυ, για νεράιδες, δράκους, ξωτικά, αράπηδες κ.α., για να μην κάνουμε φασαρία και να κοιμηθούμε γρήγορα.
Οι Γερμανοί κατέλαβαν την Άμφισσα, στις 26/4/1941 και μετά από ένα μήνα περίπου παρέδωσαν, στις 29/5/1941, την διοίκηση της πόλης στους Ιταλούς. Στην αρχή της κατοχής που ήταν οι Γερμανοί στην πόλη μας, δεν μας πείραζαν. Και οι Ιταλοί δεν ήταν εχθρικοί απέναντί μας. Τα προβλήματα άρχισαν όταν ξεκίνησε το αντάρτικο και σκοτώσανε κάτι Ιταλούς στο φαράγγι Ρεκά. Οι Ιταλοί σε αντίποινα, συνέλαβαν και εκτέλεσαν μερικούς Αμφισσιώτες. Μας είχαν καταλάβει το Γυμνάσιο και κάναμε μάθημα στην πάνω πλατεία σε διάφορα μαγαζιά. Τα τρόφιμα άρχιζαν να λιγοστεύουν και οι Αμφισσείς πήγαιναν λάδι με τα μουλάρια στη Λαμία και στη Θεσσαλία, για να πάρουν καλαμπόκι. Το στάρι ήταν ακριβό και δεν μπορούσαν να το αγοράσουν. Όσπρια σπέρναμε στα γύρω χωράφια. Ευτυχώς εκείνη τη χρονιά τα ελαιόδεντρα είχαν πολύ καρπό. Το λυπηρό ήταν ότι έρχονταν άνθρωποι από την Αθήνα για να πουλήσουν πράγματα αξίας και να πάρουν ό,τι βρουν (λάδι, ελιές, όσπρια). Θυμάμαι ότι πέρασαν και κάποιες γυναίκες άγνωστες από τη μητέρα μου και τους έδωσε λάδι δωρεάν.
Η μητέρα μας ήταν άνθρωπος της εκκλησίας και προσπαθούσε καθημερινά να μας έχει στο δρόμο του Θεού. Κάθε πρωί μας ετοίμαζε το κατσικίσιο γάλα σε λεκανούλες που το πίναμε με συνοδεία ψωμιού. Έπρεπε υποχρεωτικά να σηκωνόμαστε όρθιοι και να κάνουμε την προσευχή μας και στη συνέχεια με τα σκαμνάκια μας, τα έξι παιδιά πηγαίναμε κοντά στο σουφρά για να φάμε το πρωινό μας. Το μεσημέρι ήταν σπάνιο να μαζευτούμε όλοι για φαγητό γιατί ήμασταν σε διάφορες δουλειές. Το χειμώνα έβραζε το φαγητό, στο τζάκι σε τσουκάλι (πινιάτα) και περιμέναμε πως και πως να σερβιριστούμε. Περνάγαμε ένας – ένας και μας γέμιζε τη λεκανούλα με φαγητό. Στο μέσο του σουφρά ήταν πάντοτε μια λεκάνη με ελιές ζαρωμένες. Τρώγαμε τουλάχιστον 20-30 ο καθένας. Μια κανάτα με κόκκινο κρασί ήταν κάθε μέρα στο τραπέζι. Πριν το φαγητό πάντα η προσευχή. Κάθε Κυριακή όλοι μαζί στην εκκλησία. Πηγαίναμε για μετάδοση συχνά. Επίσης συχνά περνούσε και ο παπάς να κάνει ευχέλαιο στο σπίτι. Ο αδερφός μου ο Άγγελος ήταν ψάλτης στον Αγ. Αθανάσιο, την ενορία μας. Ήταν αμαρτία να πατήσεις ψίχουλο ή να βάλεις το καρβέλι ψωμί ανάποδα, καθώς και τη σιδεροστιά. Η μητέρα μας έκανε φιλότιμες προσπάθειες για ν’ ακολουθούμε πάντα στο σωστό δρόμο, του Θεού. Μια γιαγιά που βρισκόταν στο σπίτι, μας έλεγε τρομερά πράγματα κάθε βράδυ, για νεράιδες, δράκους, ξωτικά, αράπηδες κ.α., για να μην κάνουμε φασαρία και να κοιμηθούμε γρήγορα.
Ο Δημήτρης
Δημητρίου ή «Νικηφόρος»,
καπετάνιος του
ΕΛΑΣ
|
Τον Οκτώβριο του 1943, μετά από μάχες [4], οι Γερμανοί αποσύρθηκαν στην Γραβιά και τη Λιβαδειά και έτσι η Άμφισσα ελευθερώθηκε. Στη συνέχεια κατέβηκαν οι αντάρτες του ΕΛΑΣ [5] και του 5/42[6] και εγκαταστάθηκαν σε διάφορα σημεία της Άμφισσας[7]. Προτού εισέλθουν τα ένοπλα τμήματα των οργανώσεων, οι επικεφαλής συγκέντρωσαν τους Αμφισσείς στο κέντρο της πόλης για να τους υποδεχτούμε. Όταν έμπαιναν στην πόλη άρχιζαν να χτυπούν οι καμπάνες χαρμόσυνα. Θυμάμαι σαν και τώρα από τον ΕΛΑΣ τον Νικηφόρο [8], καβάλα στο άλογο να μπαίνει στην πόλη από το Ελαιουργείο του Τραχανά (κοντά στο σημερινό Λύκειο).
Οι ένοπλοι του 5/42 μπήκαν στην πόλη από τον Γκιρίζι. Ανταμώσανε στην
πάνω πλατεία αντιπροσωπείες αυτών και βγάλανε λόγο από το μπαλκόνι της
Δημαρχίας. Εμείς σαν παιδιά βλέπαμε πρώτη φορά αντάρτες. Μας έκαναν εντύπωση τα
μακριά γένια και οι φυσιγγιοθήκες σταυρωμένες στο στήθος. Ήταν
απερίγραπτη η χαρά μας. Μας φαινότανε ότι ήμασταν πάντα ελεύθεροι
και ο γερμανικός ζυγός ήταν ένα όνειρο μακρινό [9]. Οι γυναίκες
είχαν ετοιμάσει γλυκά και πίτες και τους πρόσφεραν για το καλωσόρισμα. Το τι
είπαν στο μπαλκόνι δεν το συγκράτησα.
Η κάθε
παράταξη (λόχοι μάχιμοι) εγκαταστάθηκαν σε διάφορες τοποθεσίες. Ένας λόχος του
5/42 με βαρέα όπλα έμεινε την Χάρμαινα, στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής,
άλλος λόχος στο Φρούριο [10],
άλλος λόχος στην εκκλησία του Αγ. Συμεών και σε άλλα σημεία. Οι γυναίκες
έπιασαν δουλειά[11] : μαγείρευαν, έπλεκαν
γάντια, κάλτσες και φανέλες, έπαιρναν τα ρούχα των λόχων και τα έβραζαν για
καταπολεμήσουν τις ψείρες και τους ψύλους.
Εγώ με το φίλο μου τον Αριστείδη Κατραμάτο, πηγαίναμε στις
προαναφερθείσες τοποθεσίες διάφορα τρόφιμα, που μας έδιναν οι μανάδες μας
(πίτες, γλυκά, κ.ά.). Ο αδερφός μου Ηλίας ανέλαβε να βγάζει στο φούρνο την
κουραμάνα[12] του 5/42. Όσοι θέλανε
κατατάσσονταν στο λόχο του ΕΛΑΣ ή του 5/42.
Ήμασταν προσωρινά ελεύθεροι και
κυκλοφορούσαμε κανονικά χωρίς το φόβο του εχθρού. Συγκεντρωνόμασταν, συζητούσαμε,
σχολιάζαμε ελεύθερα και γυρίζαμε στους δρόμους και τις πλατείες αμέριμνοι. Δεν
φανταζόμασταν ποτέ τι θα συνέβαινε στη συνέχεια. Αισθανόμασταν ασφάλεια
με την παρουσία των στρατιωτικών δυνάμεων[13].
[1] Στο χώρο του 2ου Δημοτικού σχολείου Άμφισσας
βρισκόταν ο Ναός του Αγ. Γεωργίου. Το κτίριο του 2ου Δημοτικού
κτίστηκε περίπου το έτος 1885 και ήταν το διδακτήριο του Παρθεναγωγείου
Άμφισσας. Η κατεδάφιση αυτού του κτιρίου έγινε το 1980 γιατί είχε υποστεί
ζημιές από σεισμούς. Στην θέση του οικοδομήθηκε το 2ο Δημοτικό που
υπάρχει μέχρι σήμερα. Στην ανασκαφική έρευνα που έγινε πριν την ανέγερση
βρέθηκε κτίσμα των ρωμαϊκών χρόνων το οποίο έχει διατηρηθεί στον ακάλυπτο χώρο
του σχολείου. (Σ.τ.ε.)
[2] Ο Ιωάννης
Μεταξάς (1871-1941) υπήρξε ανώτατος αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού και στη συνέχεια πρωθυπουργός και δικτάτορας. Έλαβε μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους και το 1917 εξορίστηκε στην Κορσική. Με την επιστροφή του ίδρυσε το κόμμα των Ελευθεροφρόνων, το οποίο
κατάφερε πολλές φορές να εισέλθει στη Βουλή, συγκεντρώνοντας όμως χαμηλά
ποσοστά. Το 1936
διορίστηκε Πρωθυπουργός της Ελλάδας και στη συνέχεια πρωτοστάτησε στην επιβολή
του δικτατορικού "καθεστώτος της 4ης Αυγούστου", κυβερνώντας
έως το θάνατό του το 1941. Έμεινε στην ιστορία για την απάντηση που έδωσε στο
Ιταλικό φασιστικό τελεσίγραφο της 28ης Οκτωβρίου 1940 και για την ταχεία
πολεμική προπαρασκευή της Ελλάδας ενόψει του ελληνοϊταλικού πολέμου και της
Γερμανικής εισβολής στην Ελλάδα.
(Σ.τ.ε.)
[3] Κατά την Ιταλογερμανική κατοχή χωριά της περιοχής μας
όπως η Σεγδίτσα (Προσήλιο), η Τοπόλια (Ελαιώνας), η Αγ. Ευθυμία και η Βουνιχώρα
πυρπολήθηκαν από τους κατακτητές για αντίποινα λόγω εκτέλεσης στρατιωτών τους.
Στα δύο τελευταία χωριά έβαλαν φωτιά οι Ιταλοί στις 9/4/1944 και εκτελέσθηκαν
είκοσι άνδρες. Αιτία γι’ αυτή την καταστροφή ήταν η επίθεση ανταρτών του
ΕΛΑΣ και του 5/42 σε ένοπλη φάλαγγα Ιταλών κοντά στην Αγ. Ευθυμία. «Οι Ιταλοί παγώσανε από τον τρόμο τους. Το
βάλανε στα πόδια. Άλλοι πηδούσανε στα πρώτα αυτοκίνητα, άλλοι φεύγανε δρομαίοι
μέσα στα χωράφια, οι φτέρνες τους στο σβέρκο τους. Μας ξέφυγαν πέντε-έξι
αυτοκίνητα. Ένα το πρόλαβε ο Ζωγράφος και δυο-τρεις άλλοι και το λαμπαδιάσανε ο
Στρογγυλάκος και ο Σόλωνας με την ομάδα τους. Άλλο τα κάψανε μέσα στο χωριό.
Και τα δύο-τρία που έφευγαν τα ζεμάτισε η ομάδα του μπάρμπα-Γιάννη του Καμάρα πέρα
από το χωριό. Φτάσανε και δύο αεροπλάνα και αρχίσανε βόλτες πάνω από τη φάλαγγα
που καιγότανε. Σε λίγο άλλες ριπές. Γυρίσαμε και είδαμε νέα ιταλική δύναμη.
Είχε καταφθάσει από την Άμφισσα. Τη νύχτα οι Ιταλοί ξαναφύγανε. Κατεβήκαμε και
περάσαμε ξανά στον Παρνασσό. Δεκαεφτά αυτοκίνητα καμένα αφήσαμε στο πεδίο της
μάχης και περίπου 40 ήτανε οι αιχμάλωτοι. Νεκρούς στο πεδίο της μάχης και μέσα
στα αυτοκίνητα που μας έφυγαν, υπολογίσαμε μέχρι 70. Εμείς δεν είχαμε καμία
απώλεια….» είπε ο Δ.Δημητρίου-Νικηφόρος του ΕΛΑΣ στην εφημ. «ΤΑ ΝΕΑ» 23 Οκτωβρίου 1975. (Σ.τ.ε.)
[4] «Μάχες εναντίον
των γερμανών έκανε το 5/42 σύνταγμα Ευζώνων. Η δράση του εκδηλώνεται έντονα
στις αρχές του Φθινοπώρου 1943, όταν οι Γερμανοί καταφέρονται με απίστευτη
σκληρότητα εναντίον του άμαχου πληθυσμού. Γίνονται επιχειρήσεις εναντίον των
Ιταλών και των Γερμανών στο Λιδωρίκι, στο Ανάθεμα, στο Τσακόρεμα». Π.
Καλονάρος, Ιστορία της πόλεως Αμφίσσης,
σελ. 245. (Σ.τ.ε.)
[5] Ο Ελληνικός
Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός (ΕΛΑΣ) ήταν το στρατιωτικό παρακλάδι του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου κατά τη
Γερμανοϊταλική κατοχή της Ελλάδας. Ιδρύθηκε τον Δεκέμβριο του 1941 υπό την καθοδήγηση
του Άρη Βελουχιώτη και αποτέλεσε τη μεγαλύτερη
αντιστασιακή οργάνωση στην Ελλάδα στα χρόνια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας (12 Φεβρουάριου 1945), ο ΕΛΑΣ και όλες οι
επικουρικές ένοπλες δυνάμεις του όφειλαν να αφοπλιστούν και να διαλυθούν
αλλά τελικά δεν συμμορφώθηκαν με την συμφωνία. (Σ.τ.ε.)
[6] Το 5/42 Σύνταγμα
Ευζώνων δημιουργήθηκε το 1912 με έδρα την Λαμία και αποτελούνταν από 6 τάγματα. Το σύνταγμα πήρε μέρος σε όλες
σχεδόν τις μάχες των Βαλκανικών Πολέμων του 1912-13. Το 1918-19 το "42ο
Σύνταγμα Ευζώνων", με διοικητή το Νικόλαο Πλαστήρα, οδηγείται στη Ρωσία,
για να προσφέρει βοήθεια στο παλιό καθεστώς και να πολεμήσει την Οκτωβριανή
Επανάσταση (1917). Στην Μικρασιατική Εκστρατεία, υπό την Διοίκηση του Νικολάου
Πλαστήρα το 5/42 έφτασε στην κορυφή της Δόξας του. Κατά την προέλαση του, το
Σύνταγμα έφτασε μέχρι το Καλέ-Γκρόττο, πέρα από τον Σαγγάριο. Κατά την
κατάρρευση του μετώπου, το Σύνταγμα υπό την διοίκηση του Πλαστήρα κατάφερε να
δώσει μάχες υποχωρώντας σε πλήρη τάξη και μαζεύοντας στρατιώτες από διαλυμένες
μονάδες. Με την αντίσταση που προέβαλε στους Τούρκους, έδωσε την ευκαιρία σε
πολλούς πρόσφυγες να διαφύγουν. Ο Συνταγματάρχης Ψαρρός που γεννήθηκε στο Χρυσό
Φωκίδας, το 1943, οργάνωσε το Σύνταγμα 5/42 για να εναντιωθεί στους κατακτητές.
Έδωσε πολλές ηρωικές μάχες στα βουνά της Στερεάς Ελλάδος εναντίον του
κατακτητή. Το Σύνταγμα είχε τραγικό τέλος με την εκτέλεση των 300 ανδρών του
τον Απρίλιο του 1944 στο Κλήμα Δωρίδας.
(Σ.τ.ε.)
[7] Στην Άμφισσα ήταν η κύρια βάση του ΕΛΑΣ και του 5/42
συντάγματος. Την εποχή αυτή (Ιανουάριος 1944) η Άμφισσα ήταν ελεύθερη, μετά την αντίσταση
που προέβαλαν εναντίον των γερμανών στο 51ο χλμ. της οδού Άμφισσας –
Γραβιάς, ένοπλοι και των δύο ταγμάτων.
(Σ.τ.ε.)
[8] «Ο Νικηφόρος
Δημητρίου είναι από τους γνωστούς καπεταναίους του ΕΛΑΣ. Ήταν ανθυπολοχαγός βγήκε
νωρίς στο βουνό και ήταν διοικητής μιας από τις πρώτες ομάδες ανταρτών του ΕΛΑΣ
στη Ρούμελη. Το σύνηθες πεδίο δράσης ήταν στην περιοχή της Γκιώνας και του
Παρνασσού. Ο Νικηφόρος συμμετείχε στην ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου
μαζί με τον Άρη Βελουχιώτη.» Γ. Φαράκου, Άρης Βελουχιώτης, σελ. 204, 211.
[9] «Η Άμφισσα είχε
απαλλαγεί πια από τους κατακτητές και ανέπνεε τον αέρα της λευτεριάς. Πρώτος
μπήκε στην πόλη ο Μήταλας με τους άνδρες του και ύστερα τα άλλα τμήματα του
Συντάγματος. Ο λαός της Άμφισσας υποδέχτηκε με μεγάλο ενθουσιασμό και δάκρυα
χαράς τους αξιωματικούς και τους αντάρτες του 5/42. Η 12η Οκτωβρίου
1943 αποτέλεσε για την πρωτεύουσα της Φωκίδας το γλυκοχάραμα της λευτεριάς»
Γ. Καϊμάρα, Το χρονικό μιας θυσίας, σελ. 122.
[10] «Οι άντρες του
5/42 ήταν χωρισμένοι σε ομάδες. Το αρχηγείο Μήταλα προωθήθηκε στο Κάστρο των
Σαλώνων και το αρχηγείο Δεδούση κατέλαβε θέσεις κοντά στην πόλη.» Γ.
Καϊμάρα, Το χρονικό μιας θυσίας, σελ 122.
[11] «Τότε στην
Παρνασσίδα ιδρύθηκαν δύο στρατιωτικά νοσοκομεία και στην Άμφισσα ανέπτυξαν
εξαιρετική δράση οι εθνικές οργανώσεις των γυναικών, οι οποίες μέρα-νύχτα
ετοίμαζαν ρούχα, πλεκτά, τρόφιμα και άλλα είδη πρώτης ανάγκης για τις ανάγκες
των μαχομένων δυνάμεων της Εθνικής Αντίστασης». Π. Καλονάρος, Ιστορία της
πόλεως Αμφίσσης, σελ. 245.
[12] Το ψωμί των στρατιωτών (Σ.τ.ε.)
[13] Η ασφάλεια αυτή δεν έμελλε να κρατήσει πολύ. «Τρεισήμισυ μήνες μετά την πρώτη εκείνη
απελευθέρωση, οι Γερμανοί, φοβούμενοι συμμαχικές αποβάσεις στην Ελλάδα,
μετέφεραν μεγάλες δυνάμεις από το Ρωσικό μέτωπο και άρχισαν από τα μέσα
Ιανουαρίου 1944 εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην Παρνασσίδα στις οποίες το 5/42
αντιστάθηκε απεγνωσμένα επιδεικνύοντας ανδρεία και αυτοθυσία. Τελικά οι
Γερμανοί υπερέχοντας στρατιωτικά σε δυνάμεις και μέσα κατόρθωσαν κατόπιν μεγάλων
προσπαθειών και θυσιών να φτάσουν στην Άμφισσα, την οποίαν κυρίευσαν στις 1
Φεβρουαρίου 1944. Από τότε αρχίζει για την Άμφισσα το φοβερότερο δράμα της
ξενικής κατοχής, εξαιτίας της σκληρής τρομοκρατικής συμπεριφοράς των κατακτητών
οι οποίοι ασκούσαν τρομερή καταπίεση και προέβαιναν σε ομαδικές εκτελέσεις με
την παραμικρή ή και χωρίς αφορμή.» Π. Καλονάρχος, Ιστορία της πόλεως
Αμφίσσης, σελ. 245.