Ο στρατιωτικός
Δημήτριος Ψαρρός,
φωτογραφία του 1930
|
Μέχρι τον Φεβρουάριο του 1944 η περιοχή της
Άμφισσας ήταν ανταρτοκρατούμενη. Γερμανοί υπήρχαν στη Λιβαδειά, τη Λαμία
και τη Ναύπακτο αλλά όχι στην Άμφισσα. Αντάρτικα ήταν ο Ε.Λ.Α.Σ. (Εθνικός Λαϊκός
Απελευθερωτικός Στρατός) και το 5/42 Σύνταγμα του Δ. Ψαρρού, στρατιωτικό τμήμα
της Ε.Κ.Κ.Α.[1](Εθνική και Κοινωνική
Απελευθέρωση). Όσoι μπορούσαν να φέρουν οπλισμό κατετάγησαν ή στον Ε.Λ.Α.Σ. ή στο Ψαρρό,
δηλαδή στο 5/42 Σύνταγμα.
Τα αδέλφια μου κατετάγησαν στο σύνταγμα του Ψαρρού, ο Σπύρος ήταν
μάχιμος στο λόχο Πατυχάκη, ο Γιώργος στην εφεδρική ομάδα. Ο Ηλίας έβγαζε την
κουραμάνα του συντάγματος στο αρτοποιείο μας. Εγώ βοηθούσα στο φούρνο και
κρατούσα τα βιβλία που διένειμα στους λόχους την κουραμάνα.
Ο Άγγελος ήταν δάσκαλος και
είχε διοριστεί σε ένα χωριό στα Γιαννιτσά. Η μητέρα μου και η αδελφή μου
έπλεκαν γάντια, κάλτσες και φανέλες για τους αντάρτες. Το βράδυ της Τρίτης 1η
Φεβρουαρίου 1944 οι Γερμανοί ερχόμενοι από τη Λαμία καταλαμβάνουν την Άμφισσα.
Ο λόχος Πατυxάκη[2] μαζί με λόχο του ΕΛΑΣ είχε
ενέδρα στη θέση 51ο χλμ. της Εθνικής
οδού Άμφισσας-Λαμίας, σε σημείο με μεγάλο υψόμετρο στο διάσελο μεταξύ
Παρνασσού και Γκιώνας όπου βρίσκονται τα μεταλλεία βωξίτη[3]. Εκεί
έγινε τρομερή μάχη[4].
Βέβαια υποχώρησαν οι αντάρτες, γιατί ο οπλισμός τους δεν ήταν ο κατάλληλος.
Είχε ρίξει χιόνι και μοιράστηκαν σε ομάδες για να διανυκτερεύσουν σε σπηλιές ή
σε καλύβες.
Οι Γερμανoί είχαν το σύστημα, όταν σκοτώνονταν δικοί τους στρατιώτες, να
μπαίνουν στην πόλη, να καίνε σπίτια και να σκοτώνουν ανθρώπους. Αυτό φοβήθηκαν
και οι
περισσότεροι άνδρες από την Άμφισσα έφυγαν προς διάφορες κατευθύνσεις όταν
μαθεύτηκε η έκβαση της μάχης στο 51ο χλμ. Στην Άμφισσα μέχρι
εκείνη την ημέρα υπήρχε λόχος του 5/42 και μετά οχυρώθηκε στα υψώματα γύρω από
την Άμφισσα για να εμποδίσει την προέλαση των Γερμανών προς τις Καρούτες. Εγώ
μαζί με τον αδερφό μου Γιώργο ανηφορήσαμε προς το χωριό Καρούτες[5] και ο
Ηλίας πήγε σε μια καλύβα στο κτήμα μας στη θέση Κάμινος. Τα άλευρα που υπήρχαν
στο φούρνο τα πήγαμε στο σπίτι, τα δε βιβλία που έγραφα την κουραμάνα προς τους
λόχους, τα τρύπωσα στο υπόγειο σε μια τρύπα και την έκλεισα μπροστά, γιατί εάν
τα έβρισκαν, θα βλέπανε τη δύναμη των λόχων. Εγώ με το Γιώργο καταλήξαμε σε μια
καλύβα στο άκρο του βουνού προς Σκαλούλα, ονόματι Λελήγγου. Είχε ρίξει χιόνι
και μάσαμε ξύλα και ανάψαμε φωτιά. Μια ομάδα από το λόχο Πατυχάκη που επέστρεψε
από τη μάχη στο 51° χλμ., βρέθηκε στο Λιανοκλάδι. Μεταξύ αυτών ήταν και ο
αδερφός μου Σπύρος και κανόνιζαν προς τα πού να κάμουν. Ήταν περίπου 10 άτομα
και αποφάσισαν να πάνε προς τις Καρούτες. Ο μόνος που διαφώνησε ήταν ο αδερφός
μου και μέσω τοποθεσίας «Καλούτσικο» κατέβηκε στη θέση Κάμινος και πήγε στην
καλύβα που έχουμε στο κτήμα μας και βρήκε εκεί και τον αδερφό μου Hλία.
Aπό την ομάδα που ανηφόρισε, δεν έμεινε κανείς. Δύο έχασαν το δρόμο και
περιπλανήθηκαν στο χιόνι με αποτέλεσμα να πεθάνουν, οι Δημήτριος Κρανάκης και
Αθανάσιος Κέντρος, οι δε υπόλοιποι ήλθαν στις Καρούτες στην καλύβα που μένανε
οι Τριάντης Λάμπρος, Αλέκος Τραχανάς και άλλοι, δεν τους θυμάμαι όλους. Ήταν
βρεγμένοι, εναπόθεσαν τον οπλισμό τους στον τοίχο και κάθισαν μπροστά στο τζάκι
να στεγνώσουν.
Χάρτης της περιοχής Άμφισσα - Καρούτες |
Στο σπίτι είχαμε ένα όπλο παλαιό, από τον πάτερα μου (γκρας). Στο αρτοποιείο είχαμε έναν
υπάλληλο από την Αγία Ευθυμία, ονόματι Παύλου (ή Πάτας). Η μητέρα μου του δίνει
το όπλο, τον κατεβάζει στο ποτάμι που είναι μπροστά στο σπίτι μας, για να το
πετάξει μακριά στις ελιές. Πλην όμως αυτός το παίρνει και έρχεται στις
Καρούτες. Όταν τον είδα με το όπλο στο χέρι, τον έβαλα πόστα γιατί ήλθε με
τέτοιο καιρό. Τον πηγαίνω σε μια καλύβα για να κοιμηθεί. 'Ήταν Σάββατο 5
Φεβρουαρίου 1944 βράδυ και ξημέρωνε Κυριακή.
Στο σχολείο είχαν συγκεντρωθεί ορισμένοι αντάρτες και συνεννοούνταν τι
θα κάνουν. Ο Κώστας Ταλάντης (Πατσαντάρας) έλεγε ότι έρχονται Γερμανοί. Φαίνεται
ότι πέρασε ανάμεσα από τους Γερμανούς, αλλά δεν τον πείραξαν για να μην
προδοθούν. Ο Ταλάντης όμως είδε τα πατήματα γι' αυτό επέμεινε. Οι Γερμανοί
φορούσαν λευκές ενδυμασίες επειδή είχε χιόνι και δεν φαίνονταν. Κατεβαίνει ο
αδελφός μου ο Γιώργος στο σχολείο και βλέπει τους άλλους να φεύγουν, έρχεται
στην καλύβα και μας αναφέρει τα συμβαίνοντα. Ο Τριάντης και άλλοι που είχαν
έλθει, μας λένε «μην ακούτε τον Ταλάντη».
Αλλά
οι Γερμανοί ήταν δίπλα. Μόλις πάει να βγει ο Λελήγγος, ακούμε φωνές,
τον χτυπούσαν οι Γερμανοί και αμέσως μπαίνουν μέσα με τα αυτόματα έτοιμα. Και
από εκεί και πέρα αρχινάει η περιπέτειά μου.
Ένας, ένας βγαίναμε από την καλύβα, μας χτυπούσαν με το βούρδουλα και
μας ρίξανε χάμω. Από επάνω μας οι στρατιώτες με τα αυτόματα, έβαλαν με πολυβόλα
προς το απέναντι βουνό με τροχιοδρομικές σφαίρες. Είχε φεγγάρι και στο χιόνι
φαίνονταν κάθε κίνηση.
Αυτοί που ήτανε στο σχολείο και έκαναν προς τα κάτω γλιτώσανε, γιατί δεν
το είχαν πιάσει οι Γερμανοί.
Ενώ αυτοί οι τρεις που έκαμαν προς Άμφισσα, οι Γιάννης Φαρόπουλος,
Γιάννης Γιδόγιαννος και Δημήτριος Ζαχαρόπουλος τους σκότωσαν οι Γερμανοί με τα
πυροβόλα τους.
Ξημερώνοντας, μας μετέφεραν σε ένα καμένο σπίτι ψηλό, να μη μπορούμε να
φύγουμε και όποιον έπιαναν τον έφερναν εκεί. Είχαν πιάσει και τους Εγγλέζους[6] που
βρίσκονταν από καιρό εκεί και βοηθούσαν στην αντίσταση κατά των κατακτητών.
Περάσαμε όλη τη μέρα εκεί μέσα και το απόγευμα μας έβγαλαν έξω και μας βάλανε
κατ' άνδρα. Μας φόρτωσαν από ένα γυλιό των στρατιωτών και η διάταξη της πομπής
ήταν ένας Γερμανός και ένας από εμάς, οπότε ήταν αδύνατη η απόδραση. Βέβαια τα
όπλα τα χρεώθηκε ο κάθε ένας, είχαν πάρει τα ονόματα. Εμένα βέβαια δεν μου
βρήκαν τίποτα. Άλλοι είχαν όπλα και πολεμικό εξοπλισμό. Ο Ανδρέας Παύλου
(Πάτας) που ήταν στην αχυρώνα, έμεινε όλη τη μέρα κάτω από τα λατσούδια και το
απόγευμα μόλις ήτανε να φύγουμε, βγήκε από τον αχυρώνα με το όπλο στο χέρι. Απ'
έξω ήταν ο γερμανός σκοπός οπότε τον πιάνει και μπήκε στη γραμμή και αυτός.
Είμαστε άυπνοι δύο μέρες, περπατάγαμε τρικλίζοντας, πρέπει να μας
κατέβασαν από την «Σωτήρο[7]». Ο πρώτος σταθμός
ήταν απέξω από το εμπορικό του Φαρόπουλου νυν χασάπικο Κουτσόμπολη δίπλα στη
Μητρόπολη της Άμφισσας. Μας έβαλαν όρθιους και να κοιτάζουμε προς τον τοίχο,
αυτή ήταν η τακτική των Γερμανών. Μετά μας πήγανε στο Μαρκίδειο Δημοτικό
σχολείο, στον επάνω όροφο, και φέρανε τον Αβραμίκο, πρόεδρο της Κοινότητας
Άμφισσας για διερμηνέα. Μας πήραν καταθέσεις. Εγώ βέβαια ήμουν σίγουρος ότι θα
με απέλυαν. Είχανε πιάσει αρκετούς Αμφισσείς και ανάμεσα σ’ αυτούς και τον
Αχιλλέα Τριάντη, αδελφό του Λάμπρου. Όταν είδα ότι τον άφησαν, περίμενα να
ακούσω και εγώ το όνομά μου, πλην όμως αυτό δεν έγινε ποτέ. Δεν μου είχαν βρει
ούτε όπλο, ούτε τίποτα άλλο που να αποδείκνυε τη συμμετοχή μου στην αντίσταση. Είχα
πάλι αυτή την αίσθηση ότι ήταν ενημερωμένοι από κάποιους, για το ποια άτομα
έπρεπε να κρατήσουν.
Την άλλη μέρα, δεν θυμάμαι τώρα, μας βάλανε σε μια κλούβα προς άγνωστη
κατεύθυνση. Βέβαια φέρανε και άλλους από Αγία Ευθυμία, όπως τον Καργιαμπά και
τον Μπιτσιραλέξη και άλλους που δεν θυμάμαι. Μας έφεραν ρούχα για τον ύπνο και
η μητέρα μου έφερε κουρελού και κουβέρτα και καταλήξαμε στο Σφαγείο
του Χαϊδαρίου[8].
Την πρώτη μέρα μας πλησίασε η οργάνωση του Ε.Α.Μ.[9] και μας ενημέρωσε τι
θα τραβήξουμε κατά την ώρα των ανακρίσεων στη Μέρλιν[10] (κτίριο στην
οδό Μέρλιν στην Αθήνα πoυ γίνονταν τα βασανιστήρια των κρατουμένων, προκειμένου
να προδώσουν).
Αυτοί που
είχαν ήδη περάσει από το κτίριο της Μέρλιν με ενημέρωσαν :
«Εάν προδίνεις, μας είπαν, τόσο θα σε
υποβάλλουν σε βασανιστήρια για να ομολογήσεις και άλλα και στο τέλος σε
σκοτώνουν».
Ενώ, όταν πεις από την αρχή ότι δεν
ξέρεις τίποτα, θα φας ορισμένο ξύλο, αλλά κάποτε θα σταματήσουν.
Από τη γειτονιά μας είχαν πιάσει την Τασούλα Κακκανά, ανταρτίνα του
Ε.Α.Μ. αλλά δεν της βρήκαν τίποτα επάνω
της, τον μπάρμπα-Ηλία Σπανόπουλο, τον Ιωάννη Σούφρα καθώς και τον Ευθύμιο
Κανελλόπουλο. Σημειωτέον ότι εγώ ήμουν 16 ετών, μαθητής της 4ης οκταταξίου
και ο Σούφρας πρέπει να ήταν 2-3 χρόνια μεγαλύτερός μου, γιατί το καλοκαίρι 1943, είχε τελειώσει
το Γυμνάσιο.
Στο Χαϊδάρι μας τοποθετήσανε σε ένα κτήριο και από την άλλη μέρα άρχισε η
μεγάλη ταλαιπωρία. Επί 12 ώρες τροχάδην να μεταφέρουμε πέτρες από τη μια μεριά
στην άλλη. Μας δώσανε τενεκέδες για να μαζεύουμε ό,τι υπάρχει χάμω, μέχρι μικρά
πετραδάκια[11], φτάνει να μην είσαι
όρθιος, αλλά πάντοτε σκυμμένος.
Μετά από 3- 4 μέρες ένα πρωί, μας λένε οι παλαιότεροι ότι σήμερα θα
πάρουν για εκτέλεση.
- «Που
το καταλάβατε;» ρωτήσαμε.
- «Δεν βλέπετε πολυβόλα στις σκοπιές;»
μας απάντησαν
Τότε πήραμε το πρώτο μάθημα για τις εκτελέσεις[12] και
μετά τους ρωτάω:
- Παίρνουν αυθαίρετα από του
μπουλούκι;
- 'Όχι, έρχεται πίνακας από τα
κεντρικά γραφεία, από τη «Μέρλιν», μας λένε.
Το κτίριο της οδού Μέρλιν 6, την περίοδο της Κατοχής στο κέντρο της Αθήνας |
Αντιμετώπισα μια κατάσταση πολύ τραγική και είδα ανθρώπους να
τρελαίνονται, να αυτοκτονούν και εγώ να τα έχω χαμένα. Πολλές φορές ερχόμουν σε
απόγνωση αλλά από κάτι έπαιρνα κουράγιο. Μου είχε δώσει η μητέρα μου την Αγία
Επιστολή[13] και την εικόνα της
Παναγίας.
Μετά από δύο μήνες που μας έπιασαν οι Γερμανοί, ήλθαν 2 άγνωστα άτομα
στη μητέρα μου εις το σπίτι και της λένε, «εάν θέλεις να δεις τα παιδιά σου έχουμε το
μέσον να τα ελευθερώσουμε. Πρέπει όμως να μας δώσεις χίλιες (1.000) χρυσές
λίρες». Η μητέρα μου τους λέει να έρθουν μετά από δύο ημέρες. Ήθελε να
συμβουλευτεί τον Ηλία Aραπόπoυλο, δικηγόρο και Δημήτριο Σεργουνιώτη, ιατρό. Δεν
την άφησαν να πληρώσει, γιατί θα τη γελούσαν. Βέβαια δεν είχε αυτά τα χρήματα.
Θα πουλούσε τρία ελαιοκτήματα για να
συμπληρώσει αυτό το ποσόν. Ήλθαν μετά από δύο ημέρες και τους είπε η μητέρα μου
ότι δεν έχει καθόλου χρήματα να τους δώσει. Οπότε έφυγαν.
Εκτός από τους δεξιούς συλληφθέντες, όπως προανέφερα, είχαν πιάσει και
αριστερούς, τους οποίους ξέραμε. Οι αριστεροί φοβόντουσαν μήπως τους
προδώσουμε. Είχαμε συνεννοηθεί, όμως, όλοι, ό,τι και να μας κάνoυν, να μην
προβούμε σε προδοσία. Έρχεται ο μπάρμπα-Ηλίας Σπανόπουλος και με παρακάλεσε να
μην τον προδώσω, επειδή είχε προηγηθεί μια φασαρία με τη μητέρα μου. Ήταν στην επιτροπή εράνου, όπου μαζί με τον
καπετάνιο Σφέτσο επιτάσσανε ελαιόκαρπο από τα σπίτια, για τον αγώνα του ΕΛΑΣ
και μας είχαν πάρει 2 τόνους ελιές και είχε γίνει μεγάλη φασαρία με τη μητέρα
μου. Την ώρα που τις έπαιρναν, έτυχε να είμαι παρών και άκουσα τον άσχημο
διάλογο μεταξύ μητέρας μου και μπάρμπα-Ηλία
Σπανόπουλου.
Εγώ του
απάντησα «ό,τι και να μου κάνουν, δεν πρόκειται να προδώσω Έλληνα, ασχέτως
ιδεολογίας και διαφορών μεταξύ μας. Δίκιο είχες και εσύ που πήρες τις ελιές για
τον αγώνα του (ΕΛΑΣ). Έτσι έπρεπε να γίνει. Εγώ ενέκρινα να τις πάρετε,
καθησύχασα μετά την μητέρα μου. Αλλά και εκείνη είχαν ματώσει τα γόνατά της να
τις μάσει».
Ναπ. Σουκατζίδης
|
Το βάρος το έριχναν σε εμένα οι αριστεροί, επειδή ήμουν μικρός, ότι με
το ξύλο θα έσπαγα και θα άρχιζα τις αποκαλύψεις. Έτσι έστειλαν τον Ναπολέοντα Σουκατζίδη[14], τον
διερμηνέα που είχαν οι Γερμανοί και που βρισκόταν στη φυλακή από το 1936. Ο Σουκατζίδης ήταν Ακροναυπλιώτης[15] και
τον έβαλαν να μου πει ορισμένα πράγματα, που θα αντιμετωπίσω στην εδώ παραμονή
και εν συνεχεία στην ανάκριση. Αυτή ήταν η τακτική για όλους τους καινούριους
κρατούμενους του Χαϊδαρίου.
Τov άκουσα με προσοχή και του υποσχέθηκα ότι «δεν πρόκειται να προδώσω Έλληνα.
Ας με βασανίσουν και ας με εκτελέσουν».
«Πρόσεχε, σε κάθε αποστολή ρίχνουν πράκτορες
(Ράλληδες) και πλησιάζουν ορισμένους κρατουμένους. Έχουν πάρει εντολή από τα SS
για να τους αποσπάσουν ομολογίες σχετικά με «κομμουνιστές», ή
άλλα άτομα που αναζητούν».
Πράγματι ένα βράδυ, εκεί που καθόμουνα, έρχεται ένας τύπος κοντός με
δεμένο το κεφάλι, φαινόταν ότι τον είχαν χτυπήσει οι Γερμανοί, και μου έπιασε
κουβέντα. Αφού μου είπε πολλά για την δράση του ως αντιστασιακός, στο τέλος μου
λέει ότι «και εσύ κάπου θα ήσουν εις την ΕΠΟΝ[16], για να σε φέρουν εδώ».
Του έδωσα την απάντηση που έπρεπε και έφυγε. Αμέσως ενημέρωσα και τους
υπόλοιπους να προσέχουν. Το πρωί γυρνούσα να
τον δω, δια να τον υποδείξω και στους άλλους, αλλά δεν υπήρχε πουθενά.
Ένας Γερμανός στρατιώτης που
μας επέβλεπε εν ώρα εργασίας, ήταν πολύ μοβόρος. Είχε ένα βούρδουλα εις το χέρι
και με το παραμικρό χτυπούσε. Ήταν Κροάτης, κοντός στο ανάστημα και τον λέγαμε
«Koυλoχέρη». Τον είχαμε καταραστεί, να του «κουλαθεί το χέρι». Ευτυχώς είχαμε
τον καλό άνθρωπο, τον Ναπολέοντα, που μας βοηθούσε στις δύσκολες στιγμές, τον
οποίον εκτέλεσαν την 1η Μαΐου
1944. Μόλις απoμακρύνετo αυτός ο μοβόρος στρατιώτης, μας έκανε νόημα να
σηκωθούμε όρθιοι, εκεί που ήμαστε σκυμμένοι να μαζεύουμε τα πετραδάκια. Μας
είχε δώσει ένα σύνθημα (ΣYPMA) «μόλις το
ακούσετε αμέσως θα σκύψετε». Tο πρώτο καψόνι που μας έκανε ήταν να φορτωθούμε
από μια πέτρα, σχετικά λίγο βαριά, στην πλάτη και τροχάδην, βέβαια όχι όλη μέρα
και για λίγες ημέρες. Πoλύ υπέφεραν αυτοί που φέρανε από μια αποστολή, με το
μπλόκο της Κοκκινιάς, τους ταλαιπωρούσαν επί πολλές ημέρες.
Μια μέρα, εκεί που τρέχαμε φορτωμένοι με την πέτρα στην πλάτη, μπροστά
μου ήταν ένας από την Αγία Ευθυμία, ονόματι Μπιτσηραλέξης, και έπεσε με την
πέτρα χάμω. Εγώ αμέσως τον σηκώνω, του φορτώνω την πέτρα και συνεχίσαμε. Αλλά ο
Γερμανός με είδε που έκανα αυτή τη χειρονομία και ήρθε και μου έδωσε αρκετές
βουρδουλιές, καθ' ότι όποιος έπεφτε
έτρωγε αρκετό ξύλο.
Άποψη των κρατητηρίων της οδού Μέρλιν 6
όπως ήταν τη δεκαετία του ‘90
|
Δέκα ημέρες προτού με πάρουν για ανάκριση, φέρανε
έναν άνθρωπο δίπλα μoυ εκεί που κοιμόμουνα, μαύρο από το ξύλο. Όλο το σώμα του, το πρόσωπό του, το ένα μάτι του μόνο
άνοιγε λίγο και το ένα χέρι του κουνούσε λίγο. Δεν μπορούσε να ανοίξει το στόμα
του να φάει φαγητό. Μου έκανε νόημα για νερό, αλλά ούτε γι’αυτό μπορούσε να
ανοίξει το στόμα του. Τότε, κόβω από το
πουκάμισό μου ένα κουρέλι. Στη συνέχεια το έβρεχα και το έβαζα στο στόμα του.
Με ευχαριστούσε κουνώντας το χέρι του. Μετά από 4 ημέρες πέθανε. «Θεέ
μου», σκέφτηκα, «αν πρόκειται να με κάνουν έτσι, καλύτερα
να
με πάρουν ένα πρωινό να με εκτελέσουν». Το περίεργο ήταν ότι πήραν από
δίπλα μoυ έναν άλλον και έβαλαν αυτόν για εκτέλεση.
Ο Ναπολέων, με είχε συμπαθήσει διότι ήμουν ο μικρότερος και συνεχώς μου
έδινε θάρρος. Μόλις όμως είδε και μου φέρανε αυτόν δίπλα μου, τον είδα ανήσυχο
λέγοντας, «άκου μικρέ, όπως βλέπω σου κάνουν ψυχολογικό πόλεμο, σε προετοιμάζουν
για την ανάκριση. Να μη φοβηθείς. Εδώ που είμαστε το μόνο που μπορούν να μας
κάνουν είναι να μας σκοτώσουν. Πρόσεξε, μου έδωσες μια υπόσχεση ότι δεν θα
προδώσεις». «Σου υπόσχομαι ό,τι και να μου κάνουν θα κρατήσω το στόμα μου
κλειστό» του απάντησα.
Ένα πρωϊνό με φωνάζουν για ανάκριση και στη συνέχεια με πήγανε στην
Αθήνα στη Μέρλιν. Όσοι ήταν να μπουν στην κλούβα, ήταν εκατέρωθεν στην πίσω
πόρτα εισόδου δύο στρατιώτες με το βούρδουλα και σε χτυπούσαν. Όταν έφτανες στη
Μέρλιν, στην κάθοδο γινόταν το ίδιο πάλι. Έτρωγες και άλλο ξύλο και τροχάδην
έμπαινες μέσα στο κτήριο. Σε κρατάγανε όρθιο και σε βάζανε να κοιτάς προς τον
τοίχο, επί μια ώρα, και άκουγες τα ουρλιαχτά από τα παντός είδους βασανιστήρια,
όπως βγάλσιμο νυχιών από τα πόδια και άλλα. Μετά, αυτούς που είχαν βασανίσει,
τους ανέβαζαν με την κουβέρτα αιμόφυρτους από μπροστά μας, για να δούμε τι μας
περιμένει, και μετά μας ανέβαζαν και εμάς στον όροφο που θα γινόταν ή ανάκριση.
Ήρθε και η σειρά μου. Μπαίνοντας μέσα βλέπω ένα περιβάλλον τρομερό που
σε έκανε να σπάσεις. Οι Γερμαναράδες στρατοδίκες πάνω στην έδρα, ένα σκοινί
κρεμασμένο για κρεμάλα και 4 στρατιώτες με τους βούρδουλες. Βέβαια τα στοιχεία
μου τα ήξεραν και αμέσως μπήκαν στο
θέμα, αρχίζοντας την ανάκριση. Ο πρόεδρος είχε μπροστά του έναν ογκώδη φάκελο,
γύριζε τις σελίδες, διάβαζε τα χαρτιά και έκανε τις ερωτήσεις. Έλληνας
μεταφραστής των ερωτήσεων στεκόταν δίπλα του. Υπήρχαν πολλές λεπτομέρειες
σ’αυτόν τον φάκελο, που όταν τις άκουσα, ανατρίχιασα. Προσπαθούσα να θυμηθώ σε
ποιον είχα κάνει κακό και θέλησε να μ’ εκδικηθεί μ’ αυτό τον τρόπο.
- «Εσύ είσαι εθνικιστής, πέσ' μας
τώρα Koμμoυνιστές, γιατί αυτοί σας κυνηγάνε». Απάντησα ότι «δεν
ξέρω κανένα κομμουνιστή». Με ρωτάνε «Η Τασούλα Κακκανά τι ήταν;»,. Η απάντηση από εμένα «μοδίστρα,
περνάω και τη βλέπω στο παράθυρο να ράβει φορέματα».
- «Ψέματα λες, πες την αλήθεια».
- «Αυτό ξέρω», τους
απάντησα.
Η Κακκανά απελύθη μετά από 20 ημέρες. Περίμενα και εγώ, αφού δεν είχα
προδώσει κανέναν και δεν είχα δώσει καμιά πληροφορία, να με απολύσουν. Όμως
συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Συνέχισαν οι βασανισμοί. Ο πρόεδρος αγριεμένος αφού
δεν πήρε τις απαντήσεις που περίμενε έκανε νόημα στους στρατιώτες και με
πλακώνουν και οι 4 με τους βούρδουλες. Εγώ έπεσα χάμω, μάτωσε το κεφάλι μου και
λιποθύμησα..
Με βγάζουν έξω, όταν συνήλθα. Μετά από μια ώρα με ξαναπαίρνουν μέσα.
Πάλι τα ίδια. Πάλι ο ογκώδης φάκελος. Πάλι ονόματα Αμφισσέων, πάλι ερωτήσεις.
- «Τώρα πεσ' μας για τον Σπανόπoυλο», επέμεναν.
- «Έχει ένα καρότσι και πουλάει
κουβαρίστρες και υφάσματα, κάνει το γυρολόγο», τους λέω.
- «Ψέματα λες. Του βρήκαμε σημείωμα
που έγραφε φάρμακα για τους αντάρτες».
- «Δεν ξέρω», απάντησα.
Άλλο σήμα από τον πρόεδρο. Με ξαναχτυπάνε, λιποθυμάω, με βγάζουν
σούρνοντας και με πετάνε σε μια γωνιά. Κοντά στο μεσημέρι εμένα και άλλους
άγνωστους, μας βάζουν πάλι στην κλούβα και μας έφεραν στο Χαϊδάρι.
Όταν κατέβηκα από την κλούβα στο Χαϊδάρι ήμουν ζαλισμένος, αφού με
είχανε χτυπήσει στο κεφάλι. Έπεσα κάτω και με σηκώσανε δύο συγκρατούμενοι και
με την δική τους βοήθεια έφτασα στο θάλαμο και ξάπλωσα. Με είδαν από μακριά που
δούλευαν οι συγκρατούμενοί μου και ο αδερφός μου Γιώργος, αλλά ήταν η ώρα
εργασίας και δεν μπορούσαν να έρθουν. Μόλις όμως τελείωσαν, στις 12 η ώρα, την
εργασία τους ήρθαν αρκετοί Αμφισσείς, ο αδερφός μου και κάποια άτομα άγνωστα.
Τους ανέφερα την μεταγωγή μου στο κτίριο της Μέρλιν και τις δυσκολίες που
αντιμετώπισα, τα βασανιστήρια που μου έκαναν.
Ένας από την Άμφισσα με ρωτάει εάν πρόδωσα και εγώ του απαντώ ότι «δεν γνωρίζω
κανένα κομμουνιστή να προδώσω». Αυτοί οι άγνωστοι που παρευρίσκονταν
δεν ήξερα ποιοι ήτανε και γιατί βρίσκονταν εκεί. Ίσως να ήτανε και πράκτορες
των Γερμανών. Μετά που φύγανε οι άγνωστοι εξήγησα λεπτομερώς στους γνωστούς μου
τι έγινε. Τους ρώτησα ποιοι ήταν αυτοί οι άγνωστοι, και τι ήθελαν κοντά μας.
Μου ζήτησαν να τους υποδείξω τις επόμενες μέρες για να τους προσέχουμε. Είχαν
εξαφανιστεί, δεν βρέθηκαν πουθενά. Σε λίγο κατέφτασε και ο φίλος μου Ναπολέων.
Του είπα ότι «κράτησα την υπόσχεση που σου έδωσα. Αλλά τώρα τι θα γίνει που είμαι
ζαλισμένος, αύριο θα μπορέσω να έλθω στη δουλειά;». «Εσύ θα έρθεις το πρωί στο
προσκλητήριο και μετά θα κανονίσω να μείνεις στο θάλαμο μέχρι να δούμε πως θα
πας», όπως και έγινε.
Μετά από δύο μέρες συνήλθα και πήγαινα στη δουλειά, βέβαια κατά αραιά
διαστήματα μου ερχόταν λιγότερη ζάλη.
Άλλες δύο φορές με πήγαν για ανάκριση. Αυτό συνέβη μόνο σε μένα. Δεν
ταλαιπώρησαν κατ’ αυτό τον τρόπο κανένα άλλο πατριώτη μου. Τη δεύτερη φορά δεν
με χτύπησαν, αλλά μoυ έκαναν ένα ψυχολογικό πόλεμο επί μια ώρα, που ήταν
χειρότερο από το ξύλο που έφαγα την πρώτη φορά. Αφού πέρασα πρώτα από τη
διαδικασία, άνοδο στην κλούβα και κάθοδο με ξύλο και συνέχεια στήσιμο στον τοίχο ώστε ν’ ακούω να
βασανίζoυν κάποιον στο υπόγειο, έφτασα στην αίθουσα που γινότανε η ανάκριση.
Μου δώσανε καρέκλα και κάθισα. Στην έδρα επάνω ήταν τρεις Γερμανοί δικαστές με
τον Έλληνα μεταφραστή. Στην αρχή με πήγαν με το καλό, ότι «είσαι νέος και είναι κρίμα να πας
χαμένος»και άλλα πολλά. «Τώρα, τι έχεις να μας αποκαλύψεις; Εμείς
επιπλέον θα σε ελευθερώσουμε και τον αδελφό σου. Θα σου δώσουμε χρήματα, όσα
θέλεις, και ασφάλεια παραμονής στην Αθήνα, αλλά πρέπει να μας υποδείξεις τούς
κομμουνιστές τους οποίους βέβαια οπωσδήποτε ξέρεις». Απάντησα ότι «εγώ
κ. Πρόεδρε ασχολούμαι μόνο με τα μαθήματά μου, από το σχολείο στο σπίτι. Δεν με
ενδιαφέρουν τα αντάρτικα δι' αυτό δεν γνωρίζω κανένα κομμουνιστή». Επέμεναν
ότι : «Γνωρίζουμε ότι ήταν δύο αδέλφια σου στο Σύνταγμα του 5/42, τον έναν τον
πιάσαμε, τον άλλον τον σκοτώσανε οι κομμουνιστές- αντάρτες προ ημερών. Διέλυσαν
το Σύνταγμα του Ψαρρού και τους κατάσφαξαν όλους, και είναι και ο αδελφός σου
μέσα. Τι λες τώρα;». Και
τους απάντησα «Τι να σας πω κ.Πρόεδρε; Αν γνώριζα θα σας έλεγα».
Τους βλέπω και αποσύρονται από την έδρα και έρχεται ένας και κάθεται
δίπλα μου, Ράλλης[17] με πολιτικά, και
μου λέει: «Μα τόσο βλάκας είσαι; Σας σκοτώνουν οι κομμουνιστές και εσύ τους
κρύβεις; Σκοτώσανε τον αδελφό σου. Εσύ δεν πρέπει να τους εκδικηθείς; Οι
Γερμανοί θα σου λύσουν τη γλώσσα. Έχουν τον τρόπο τους. Θα σε κατεβάσουν στο
υπόγειο, ή θα σε στείλουν στη Γερμανία να πεθάνεις». Τους απάντησα «Τώρα που μου λέτε ότι σκοτώσανε τον αδελφό
μου, θα μαρτυρούσα, αν ήξερα, οπωσδήποτε. Δεν γνωρίζω όμως κανέναν».
Μου έκανε εντύπωση πως ήξεραν όλες αυτές τις λεπτομέρειες. Το συμπέρασμά μου το
είχα βγάλει πλέον. Κάποιος «γνωστός» είχε προδώσει εμένα και
άτομα της οικογένειάς μου.
Η πόρτα που οδηγούσε στο κολαστήριο της
Μέρλιν, όπως εκτίθεται σήμερα στην οδό Μέρλιν 6.
|
Φεύγει και πηγαίνει μέσα, εκεί που ήταν οι δικαστές. Φαίνεται τους τα
είπε. Ανεβαίνουν πάλι στην έδρα. Ο μεταφραστής ήταν έτοιμος. Από το αυστηρό
ύφος του Προέδρου κατάλαβα ότι κάτι άσχημο θα συνέβαινε. Ο μεταφραστής μου
μετέφερε: «Σήκω πάνω. Βλέπω ότι δεν θέλεις να αποκαλύψεις τους εχθρούς που σας
σκοτώνουν. Θυσιάζεις τον εαυτό σου για να τους κρύβεις. Θα το μετανιώσεις όμως.
Είσαι νέος και είναι κρίμα να πας χαμένος». Με αυστηρό ύφος λέει στους
στρατιώτες «Πάρτε τον». Η καρδιά μου χτυπούσε. «Θεέ μου, λέω, με πάνε για το υπόγειο».
Κατεβαίνουμε τη σκάλα, αλλά δεν σταματήσαμε στην είσοδο του υπογείου. Οπότε
βγαίνουμε έξω και με παρέδωσαν στην φρουρά της κλούβας και με φέρανε στο
Χαϊδάρι. Ήρθε πάλι ο Ναπολέων. Ο Αμφισσείς αριστεροί με ρωτούν, τι έγινε. Τους
λέω «μη
φοβάστε, το ίδιο σενάριο (δεν γνωρίζω)» και τους είπα τις καταστάσεις
που αντιμετώπισα. Όπως φαίνεται ο Πρόεδρος όταν μου είπε «θα το μετανιώσεις»,
υπονοούσε ότι θα με έστελνε στη Γερμανία να πεθάνω.
Στην οδό Μέρλιν 6, δίπλα στην πόρτα
υπάρχει η μαρμάρινη στήλη με το κείμενο
«Εδώ ήταν το κολαστήριο της Γκεστάπο
1941-1944»
|
Στο Χαϊδάρι είχαν τιμωρήσει δυο Εβραίους και δυο Αρβανίτες. Τους
υποχρέωναν να πηγαίνουν κάθε μέρα με τη συνοδεία δύο Ιταλών στρατιωτών επάνω,
στο βουνό, να γεμίζουν από ένα τσουβάλι χώμα και να το μεταφέρουν μέχρι το
στρατόπεδο, όλη τη μέρα. Οι Αρβανίτες συνεννοηθήκανε στη δικιά τους γλώσσα να
δραπετεύσουν. Έτσι μια μέρα πάνε να ανάψουν τσιγάρo από τους στρατιώτες, οπότε
τους βουτάνε από το λαιμό, τoυς αφoπλίζoυν, τους δένουν στα δένδρα, καθώς και
τους Εβραίους και έφυγαν. Αφού άργησαν να κατέβουν, ανέβηκαν οι Γερμανοί και
τους βρήκαν δεμένους. Έστησαν μπλόκα για να τους πιάσουν, αλλά δεν τους βρήκαν
πουθενά. Ευτυχώς δεν είχαμε αντίποινα.
Η μητέρα μου ερχόταν στο Χαϊδάρι όποτε
μπορούσε, δεν θυμάμαι πότε είχαμε επισκεπτήριο. Οι εκτελέσεις όπως προανέφερα, ήταν τακτικές γιατί, ή Ράλλης
ή Γερμανός,
αν σκοτωνόταν στην Αθήνα και στα περίχωρα, εκτελούσαν 50 άτομα για αντίποινα.
Βέβαια αυτό αρχικά γίνονταν το πρωί, oπότε είχαμε προθεσμία ζωής μέχρι το άλλο
πρωί. Αυτή η προθεσμία σταμάτησε, όταν ένα απόγευμα μας συγκέντρωσαν στο
προαύλιο του στρατοπέδου και φωνάζουν 50 άτομα και τους λένε: «Πάρτε
τα πράγματά σας να φύγετε». Πάνε στην πύλη, πλην όμως δεν ήρθε
αυτοκίνητο να τους μεταφέρει, οπότε τους λένε «αύριο φεύγετε».
Την άλλη
μέρα στις 10 το πρωί, φορτώνουν σχεδόν άλλους τόσους και αντί να τους διώξουν,
τους κατευθύνουν επάνω από το στρατόπεδο στο νταμάρι και στήνουν τα πολυβόλα.
Τους εκτέλεσαν ανά πέντε. Εμάς μας έκλεισαν στα κτήρια, για να μη βλέπουμε,
αλλά κρυφοκοιτάζαμε, όσο μπορούσαμε, από τα παράθυρα.
Στο θέμα φαγητού δεν είχαμε πρόβλημα, γιατί ήταν ο Ερυθρός Σταυρός[18].
Βέβαια όλο όσπρια τρώγαμε, κάθε εβδομάδα αλλάζαμε είδος, δηλαδή μια εβδομάδα
φασόλια μεσημέρι, βράδυ και το πρωί βραστό νερό (καφές γερμανικός). Από ψείρα
πάρα πολλή. Την ώρα της ανάπαυσης ασχολούμεθα με τις ψείρες.
Paul von Radomski, ο απάνθρωπος
Διοικητής
του στρατοπέδου Χαϊδαρίου 1942-1944 |
Είχαμε ένα διοικητή Γερμανό πολύ μοβόρο[19].
Εκτέλεσε έναν μπροστά μας. Μια μέρα παίρνουν 35 για εκτέλεση, τους πήγανε σε
μια αποθήκη, μέχρι να έλθει η κλούβα να τους πάρει. Τότε ένας κρύφτηκε πίσω από
ένα κασόνι, τους μετράνε και τους βρίσκουν
34. Στον τόπο εκτέλεσης έπρεπε να
πάνε 35. Έρχονται κάτω, βουτάνε έναν, συγκεντρώνουν τον αριθμό και
φεύγει η κλούβα. Εν τω μεταξύ τον βρίσκουν αυτόν και τον φέρανε προς την
κατεύθυνση που ήταν ο διοικητής, ο οποίος βρίσκονταν πλησίον μας. Βγάζει το
πιστόλι, τον εκτελεί με δύο βολές και τον άφησαν όλη μέρα, για να τον βλέπουμε,
εκεί χάμω.
Όταν με έπιασαν, φορούσα μακρύ παντελόνι, του αδερφού μου Σπύρου και
παρήγγειλα στη μάνα μου να μου στείλει ένα κοντό παντελόνι, μήπως και με δουν
μικρό και με αφήσουν. Μου είχε φτιάξει η μητέρα μου ένα κουστουμάκι από μία
ιταλική χλαίνη που είχε ξηλώσει. Πράγματι, μου το έφερε η μητέρα μου στο
στρατόπεδο και το φόρεσα. Κάθε Σάββατο είχαμε επιθεώρηση, δηλαδή καθόμαστε
μπροστά εκεί που κοιμόμαστε, όρθιοι. Βέβαια η κουρελού ήταν όμορφα στρωμένη στο
τσιμέντο. Ο Διοικητής άλλαξε και ήρθε άλλος[20].
Όταν φτάνει σε εμένα και με βλέπει με κοντό παντελόνι, γιατί μόνο εγώ είχα
κοντό παντελόνι ανάμεσα σε 2000, ίσως και 3000 άτομα, αρχίζει ο διάλογος.
Διερμηνέας ήταν ο Ναπολέων.
- « Εσύ πότε ήρθες εδώ;», με ρώτησαν.
- «Έχω τρεις μήνες» τους απάντησα.
- «Από πού είσαι;»
- «Από την Άμφισσα».
- «Που σε πιάσανε;»
- «Στο χωριό Καρούτες.»
- «Εμένα με γνωρίζεις;»
- «Πού να σας γνωρίζω, κύριε
Διοικητά;»
- «Εγώ σας έπιασα. Εσύ, μου λέει,
πήγαινες στο φρούριο[21].»
- «Όχι δεν πήγαινα, τι να πάω να
κάνω;»
- «Πήγαινες, πήγαινες», είπε
και έφυγε από εμένα.
Πράγματι, πήγαινα με το φίλο μου τον Αριστείδη Κατραμάτο. Δυστυχώς,
κάποιοι ρουφιάνοι μας είχανε προδώσει και έμεινα με την εντύπωση, τώρα που
γνωριστήκαμε, πως κάτι μπορεί να γίνει, μήπως το κοντό παντελόνι έκανε δουλειά;
Το μπλοκ 15 στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου
όπως είναι σήμερα
|
Στο Χαϊδάρι βρίσκονταν 200 κομμουνιστές Ακροναυπλιώτες από τον Μεταξά,
που δεν πρόλαβαν να τους απολύσουν τότε. Ο Ναπολέων ήταν μεταξύ αυτών. 'Όταν
σκότωσαν ένα μεγαλόβαθμο γερμανό στην Πελοπόννησο, πήραν από το Χαϊδάρι την 1η
Μαΐου 1944 τους 200 πατριώτες για εκτέλεση στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής.
Μεταξύ αυτών πήρανε και ένα πατριώτη μας, τον Ευθύμιο Κανελλόπουλο, τον οποίο
πιάσανε στις Καρούτες μαζί μας. Τον είχανε πιάσει γιατί φορούσε μπότες
γερμανικές και κυλότα (παντελόνι) γερμανικό. Αλλά πρέπει να τον βρήκανε
γραμμένο και στην Ασφάλεια από το 1936. Ήταν κάτι το τρομερό. Όλων μας οι καρδιές χτυπούσανε. Δεν ξέραμε τι γίνεται.
Από την πεντάδα που πιάσανε, οι τρεις
φύγανε και περίμενα τη σειρά μου. Οι κλούβες φόρτωναν συνέχεια και φώναξαν και
τον Ναπολέοντα. Τότε ο διοικητής του είπε να βγει από τη γραμμή και ο Ναπολέων
του λέει:
- «Θα πάρεις έναν λιγότερο;»
- «'Όχι δεν γίνεται.»
- «Τότε θα μείνω, αφού κληρώθηκα»,
είπε και έμεινε και τον εκτέλεσαν. Φαντασθείτε τη μεγαλοψυχία του.
Είδα όμως το Διοικητή σε κάποια φάση να παραδίνει τον κατάλογο σε άλλον
και να φωνάζουν ονόματα άλλων κρατουμένων. 'Ίσως είχε λίγο, ελάχιστο ανθρωπισμό
μέσα του. Όπως έμαθα μετά την απελευθέρωση, αυτός είχε κάνει και τη δεύτερη
επίθεση στις Καρούτες, που τους σκότωσαν όλους, και ο διοικητής συνελήφθη
αιχμάλωτος. Ο Σανιδάς Ευθύμιος μου είπε ότι ήταν Αυστριακός και αυτοκτόνησε. Αυτό
πρέπει να συνέβη μετά το Μάϊο του 1944. Οι Αυστριακοί γενικά θεωρούνταν λιγότερο
σκληροί από τους Γερμανούς.
Θεμιστοκλής Σοφούλης (1860-1949) |
Γύρω στις 10 Μαΐου 1944 αρρωσταίνω και με πηγαίνουν σε ένα
κτήριο που είχαν για αναρρωτήριο. Εκεί παρέμεινα μέχρι που με φωνάξανε για τη
Γερμανία. Εκείνο το πρωινό βλέπουμε τα πολυβόλα πάλι στις σκοπιές, λέμε «πάλι
εκτέλεση έχουμε». Παρακολουθούσαμε από τα παράθυρα τα όσα συμβαίνανε
στην πλατεία… Λένε στους κρατουμένους να κάτσουν κάτω, θα φωνάξoυν αρκετά
oνόματα και θα γίνει αλλαγή στρατοπέδου,
αλλά ποιος να τους πιστέψει. 'Eρχεται
ένας και μου λέει: «Κόκκινε, ετοιμάσου» .
Τότε, είπα στους άλλους αρρώστους, «προκειμένου να πεθαίνω κάθε μέρα, καλύτερα
σήμερα να σταματήσει αυτό το μαρτύριo». Τους χαιρέτησα όλους, τους
ευχήθηκα «καλή ελευθερία» και
κατέβηκα κάτω να μπω στη γραμμή. Κοίταξα για τον αδελφό μου, το Γιώργο, και
χαιρετηθήκαμε από μακριά.
Απέναντι από το Χαϊδάρι ήταν ένας λοφίσκος και έρχονταν οι μανάδες και
μας βλέπανε, έστω από μακριά. Ορισμένοι από τους Ακροναυπλιώτες ήταν
οργανοπαίκτες και το βράδυ μας διασκέδαζαν. Τους οργανοπαίκτες στην Καισαριανή
τους εκτέλεσαν τελευταίους. Την ώρα της εκτελέσεως έπαιζαν τα όργανα, αλλά οι
Γερμανοί είχαν ως αρχή, ή εκτέλεση ή κρεμάλα, έπρεπε η μουσική να παίζει.
Άκουσα ένα βράδυ στην τηλεόραση, στα τωρινά χρόνια, ότι την ώρα που περνούσαν
τα αυτοκίνητα για να πάνε να τους θάψουν, είδαν διερχόμενοι πολίτες το αίμα να
τρέχει από τα αυτοκίνητα σαν νερό.
Όταν μας βάλανε στις κλούβες για τη Γερμανία, προτού ξεκινήσουν,
σηκώνεται ένας ψηλός, γεροδεμένος
άνδρας, με μεγάλα μουστάκια και μας λέει: «Πατριώτες τώρα που θα μας πάνε για εκτέλεση
θα σταθείτε ψηλά το κεφάλι και θα σηκώσετε το χέρι ψηλά, με κλειστή τη γροθιά
και θα πείτε Ζήτω η Eλλάδα, ζήτω το EAM».
Τότε σκύβω το κεφάλι,
δακρύσανε τα μάτια μου και έφερα στο μυαλό μου για τελευταία φορά την
ταλαιπωρημένη μητέρα μου, τα αδέλφια μου, τους καλούς μου γειτόνους, καθηγητάς
μου, συμμαθητάς μου και φίλους μου, ότι δεν θα τους ξαναδώ. Το παράπονό μου
ήταν ότι δεν πρόλαβα να προσφέρω στην πατρίδα μου τίποτα, ούτε να βοηθήσω στο
σπίτι, τη μητέρα μου και τα αδέλφια μου. Και οι κλούβες ξεκινάνε προς Αθήνα,
αλλά κάθε λίγο σταματούσαν. Όλων οι καρδιές μας χτυπούσαν, ότι σε λίγη ώρα θα
μας εκτελέσουν. Μόλις σταματούσαν οι κλούβες, περιμέναμε να ανοίξει η πίσω
πόρτα να μας κατεβάσουν. Στην κλούβα ήταν και Αθηναίοι, οι οποίοι ήξεραν τους
δρόμους. Στην πίσω πόρτα δεν είχαν κλείσει καλά το μουσαμά και φαινότανε από
μια άκρη προς τα πού μας πήγαιναν. Μου λέει ένας Αθηναίος ότι πήραν το δρόμο
προς το Ρουφ, που είναι τα τραίνα[23].
Τότε ησυχάσαμε, γιατί από το Χαϊδάρι θέλαμε να φύγουμε κι ας μας πηγαίνανε στη
Γερμανία.
Πράγματι τα βαγόνια μας περίμεναν. Μας στοιβάξανε μέσα στα βαγόνια
εμπορευμάτων σαν σαρδέλες, μας δώσανε μια κουραμάνα, κουκιά πράσινα φρέσκα και
κάτι άλλο που δεν θυμάμαι, κουβάδες για να αποπατούμε και πετόνια για νερό. Δεν
θυμάμαι πότε φύγαμε από την Αθήνα, μάλλον 25 Μαΐου 1944. Πάντως από το
Κηφισοχώρι περάσαμε μέρα, γιατί ρίξαμε σημείωμα έξω, εκεί που ήταν αγρότες.
Γράφαμε τα ονόματα όσων φεύγαμε, για να ειδοποιήσουν στην Άμφισσα που μας πάνε.
Τότε είμαστε οι: Λάμπρος Τριάντης, Ευστάθιος Ασημακόπουλος, Ευθύμιος Ζαχαρίας,
Σπανόπουλος Ηλίας, Σούφρας Ιωάννης, Θεόδωρος Καλπούζος, Αλέκος Τραχανάς, από το
Χρυσό ο Μουρίκης και από το Σερνικάκι ο Λάζος. Αυτός ήταν αντάρτης του 5/42,
ένας λεβέντης 2 μέτρα και στην ανάκριση στη Μέρλιν, τον ρωτάει ο στρατοδίκης, «γιατί
πήγες αντάρτης;» «Για να ελευθερώσω την πατρίδα μου πολεμώντας
σας», του απαντά και τον συνεχάρη χωρίς να τον πειράξουν. Με τον
Καλπούζο και τον Τραχανά φθάνοντας στο Αμβούργο, είμαστε μαζί για ένα μήνα.
Κατόπιν χωρίσαμε, αυτούς τους πήγανε σε άλλα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Μπροστά
από τη μηχανή του τρένου βάζανε πάντοτε δύο, τρία βαγόνια με κρατουμένους για
τις νάρκες που τοποθετούσανε οι αντάρτες και ένα βαγόνι κατάλληλα φτιαγμένο με
βαρέα πολυβόλα.
|
Όταν φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη, ανοίξανε τις πόρτες, πήραμε νερό και
αδειάσαμε τους κουβάδες με τις ακαθαρσίες. Αυτό γινότανε συνέχεια επί
12 ημέρες, κάθε μέρα που φτάναμε σε κάθε σταθμό. Στη Θεσσαλονίκη, πήραμε σε
άλλα βαγόνια Εβραίους, τους οποίους, στη Γερμανία, δεν είδαμε τι τους κάνανε.
Αντιμετωπίσαμε μια δύσκολη κατάσταση στη Γιουγκοσλαβία. Οι αντάρτες θέλανε να
μας πιάσουν και έδιναν μάχες. Ευτυχώς περάσαμε χωρίς απώλειες, γιατί θα
σκοτωνόντουσαν πολλοί κρατούμενοι. Τα τρόφιμα που μας είχαν δώσει τελειώσανε σε
3- 4 μέρες και μετά μείναμε νηστικοί. Τις υπόλοιπες ημέρες τουλάχιστον είχαμε
νερό. Θυμηθήκαμε όλοι τις μέρες που περνούσαμε καλά στο Χαϊδάρι, γιατί εκεί τρώγαμε κάθε μέρα.
[1] Η Εθνική και
Κοινωνική Απελευθέρωση (ΕΚΚΑ)
ήταν αντιστασιακή οργάνωση σοσιαλδημοκρατικών αντιλήψεων που ιδρύθηκε τον
Οκτώβριο του 1941
από τον δημοκρατικό-Βενιζελικό συνταγματάρχη Δημήτριο Ψαρρό σε
συνεργασία με τον πολιτικό Γεώργιο Καρτάλη.
Στρατιωτικό σκέλος της οργάνωσης ήταν το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων. Η οργάνωση έφτασε να έχει 1.000 μαχητές και
να εκπροσωπείται στο γενικό αρχηγείο των ανταρτικών οργανώσεων μαζί με τον ΕΔΕΣ
και τον ΕΛΑΣ, με τους οποίους
μέχρις ενός σημείου συνεργαζόταν. Δραστηριοποιήθηκε κυρίως στην περιοχή της Φωκίδας.
(Σ.τ.ε.)
[2] «Ο λόχος Πατυχάκη του 5/42 φύλαγε τη διάβαση της Αμπλιανης στη μάχη με τους Γερμανούς στο
51ο χλμ. Άμφισσας-Γραβιάς την 1η Φεβρουαρίου 1944. Κατά τη διάρκεια
της μάχης οι Γερμανοί αποπειράθηκαν να τους κυκλώσουν. Ο λόχος αυτός μη έχοντας
τις απαιτούμενες δυνάμεις, αναγκάστηκε να υποχωρήσει και στη συνέχεια
στρατοπέδευσε στη Σεγδίτσα όπου και του ανατέθηκαν αποστολές παρακολούθησης των
κινήσεων των Γερμανών. Με την προέλαση των Γερμανικών δυνάμεων αποτραβήχτηκε
στις Καρούτες το βράδυ της 1ης Φεβρουαρίου 1944 και την επόμενη
μέρα επέστρεψε ξανά στη Σεγδίτσα λόγω
της σφοδρής χιονόπτωσης», Γ. Καϊμάρα, Το χρονικό μιας θυσίας, σελ. 149.
(Σ.τ.ε.)
[3] Τα μεταλλεία βωξίτη, κατά τη διάρκεια της κατοχής,
είχαν πέσει στα χέρια των Γερμανών και αποτελούσαν περιουσία τους. Γι’ αυτό το
λόγο στις 30 Μαρτίου 1943 σαμποτέρ ανατίναξαν τα μεταλλεία βωξίτη του
Ελευθεροχωρίου, πάνω από τη Γραβιά. Ήταν πάγια τακτική των Γερμανών να παίρνουν
υπό την εξουσία τους, σε κάθε χώρα που καταλάμβαναν, τα εργοστάσια, τα ορυχεία,
τα μεταλλεία και να τα χρησιμοποιούν για τις πολεμικές τους ανάγκες. (Σ.τ.ε.) «Τα ορυχεία και τα εργοστάσια του Βελγίου και
της βόρειας Γαλλίας, τα κανάλια της Ολλανδίας, τα ορυχεία νικελίου της
Φιλανδίας, τα μεταλλεύματα των Βαλκανίων, οι πετρελαιοφόρες περιοχές της
Ουγγαρίας βρίσκονταν υπό την εξουσία του Χίτλερ». H. Trevor-Roper, Χίτλερ-Οι
τελευταίες μέρες 1945, σελ. 179. (Σ.τ.ε.)
[4] «Κατά την μάχη
στο 51ο χλμ. συνελήφθησαν αιχμάλωτοι οι αντάρτες του 5/42 Αθανάσιος
Λάζος και Κ. Κυριάκης, οι οποίοι αργότερα μεταφέρθηκαν στη Γερμανία σε
στρατόπεδα συγκέντρωσης», Γ. Καϊμάρα, Το χρονικό μιας θυσίας, σελ. 148.
(Σ.τ.ε.)
[5] Στο χωριό Καρούτες κατέφυγαν πολλοί Αμφισσιώτες λίγο
πριν γίνει κατάληψη της Άμφισσας από τους Γερμανούς την 1η
Φεβρουαρίου 1944. Επίσης εκεί μετακινήθηκε βιαστικά και το επιτελείο του 5/42
με τους εφοδιασμούς του. Μετακινήθηκε επίσης και το Ορεινό Χειρουργείο του
Συν/τος με επικεφαλής τον ιατρό Παυλοστάθη Ι. Εκεί υπήρχαν ήδη δυνάμεις
ανταρτών και άντρες των συμμαχικών δυνάμεων. Σ’ ένα πλάτωμα, κοντά στην
Καψίτσα, όπου βρισκόταν το «αεροδρόμιο» των Καρουτών γίνονταν ρίψεις τροφίμων
και πολεμικού υλικού για τους αντάρτες και φυλάσσονταν από Άγγλους λοχίες της
συμμαχικής αποστολής. Αυτοί οι Άγγλοι συνελήφθησαν πρώτοι στο «αεροδρόμιο» και
στη συνέχεια έγινε η κατάληψη των Καρουτών, δύο μέρες μετά την κατάληψη της
Άμφισσας, από τους Γερμανούς. Επίσης έτερο «αεροδρόμιο» για ρίψεις εφοδίων
λειτουργούσε στους Πενταγιούς. Γ. Καϊμάρα, Το χρονικό μιας θυσίας, σελ.
149-150. (Σ.τ.ε.)
[6] Στην Παρνασσίδα
πραγματοποιούνταν μυστικές επαφές με αποστολές αξιωματικών των Συμμάχων (κυρίως
Βρετανών) και έφταναν πολεμοφόδια, τα οποία ρίπτονταν σε απρόσιτα σημεία της
Γκιώνας. Χάρη σ’ αυτές τις ρίψεις κατόρθωσαν να εφοδιαστούν οι αντάρτικες
ομάδες του Νομού Φωκίδας. Οι πρώτες ρίψεις άγγλων αλεξιπτωτιστών στις Καρούτες
έγιναν στις 1 Οκτωβρίου του 1942.» Π. Καλονάρος, Ιστορία της πόλεως
Αμφίσσης, σελ. 244.
[7] Βυζαντινός Ναός της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος του 11ου
αιώνα στην ευρύτερη περιοχή της
Άμφισσας. (Σ.τ.ε.)
[8] Οι πρώτες εγκαταστάσεις στρατώνων στο Χαϊδάρι
δημιουργήθηκαν το 1936 επί Ι. Μεταξά. Τα επόμενα χρόνια λειτουργούσε σαν
στρατόπεδο εκπαίδευσης στρατιωτών ή στρατοπέδευσης στρατευμάτων. Αμέσως μετά
την κατάληψη της Αθήνας (27 Απριλίου 1941) από τους Γερμανούς, το Βρετανικό
Εκστρατευτικό Σώμα αναγκάστηκε να αποχωρήσει από τη χερσαία Ελλάδα αφήνοντας το
στρατόπεδο του Χαϊδαρίου, το οποίο κατά την περίοδο αυτή λεηλατήθηκε. To
στρατόπεδο παρέμεινε έρημο έως τις αρχές Σεπτεμβρίου του 1943, όταν οι Ιταλοί
μετέφεραν από τη Λάρισα τους πρώτους κρατούμενους. Μεταξύ αυτών υπήρχαν 243 κομμουνιστές
που κρατούνταν στην Ακροναυπλία από την εποχή του Μεταξά, είκοσι Αναφιώτες, οι
οποίοι είχαν μεταφερθεί από τις φυλακές Αβέρωφ στη Λάρισα, και 327 κρατούμενοι
των Ιταλών. Μεταξύ των τελευταίων υπήρχαν και τέσσερις γυναίκες. Από τον
Οκτώβριο του 1943 και εξής στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου οδηγούνταν ολοένα και
περισσότεροι κρατούμενοι, συλληφθέντες είτε σε μπλόκα, είτε από την Γκεστάπο.
Οι τελευταίοι αρχικά οδηγούνταν στο αρχηγείο των S.S. στην Αθήνα, το διαβόητο
κτήριο της οδού Μέρλιν, προκειμένου να ανακριθούν, ή και να βασανιστούν. Στη Μέρλιν
συντάσσονταν τα φυλακιστήρια για το Χαϊδάρι, καθώς και οι καταστάσεις των
εκτελέσεων. Γύρω στα τέλη του 1943 οι κρατούμενοι έφτασαν τους χίλιους
διακόσιους. Ο μεγαλύτερος αριθμός κρατουμένων σημειώθηκε τον Αύγουστο του 1944
εξαιτίας των πολλαπλών μπλόκων και των μαζικών συλλήψεων που διενεργούσαν κατά
την περίοδο αυτή τα S.S. To στρατόπεδο
λειτούργησε έως τα τέλη Σεπτεμβρίου του 1944, όταν οι Γερμανοί άρχισαν να
αποσύρονται από τα ελληνικά εδάφη. Υπολογίζεται ότι από αυτό πέρασαν συνολικά
πάνω από 21.000 κρατούμενοι. Στον αριθμό αυτό συμπεριλαμβάνονται και οι
Εβραίοι, η συντριπτική πλειονότητα των οποίων μεταφέρθηκε σε στρατόπεδα
συγκέντρωσης στη Γερμανία. Πηγή η ιστοσελίδα του Δήμου Χαϊδαρίου :
http://www.haidari.gr. (Σ.τ.ε.)
[9] Στις 27 Σεπτεμβρίου του 1941 με πρωτοβουλία του
ΚΚΕ
ιδρύθηκε στην κατεχόμενη Αθήνα
το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο
(ΕΑΜ). Όπως αναφέρεται στο Ιδρυτικό, σκοπός του ΕΑΜ ήταν «...η απελευθέρωση του Έθνους
από τον ξένο ζυγό...» και «...η
κατοχύρωση του κυριαρχικού δικαιώματος του ελληνικού λαού, όπως αποφανθεί περί
του τρόπου της διακυβερνήσεώς του...». Στο Ιδρυτικό επίσης αναφερόταν
ότι «...το ΕΑΜ θα ασχοληθεί με την
διατήρηση ακμαίου του απελευθερωτικού πνεύματος του ελληνικού λαού [...] με την εξασφάλιση κατά το δυνατόν μιας
συνεργασίας με τους άλλους λαούς οι οποίοι αγωνίζονται κατά των δυνάμεων του
Άξονος...». Στις 28 Οκτωβρίου του 1941 με εντολή του ΕΑΜ ο λαός της Αθήνας,
ο οποίος ήταν και εξαθλιωμένος από την κατοχική πείνα, βγήκε στους δρόμους για
να πανηγυρίσει το έπος του ελληνικού λαού στα βουνά της Αλβανίας. Ακολούθησαν απεργίες και άλλες κινητοποιήσεις που
έκαναν τους κατακτητές να καταλάβουν ότι απέναντί τους πλέον είχαν ένα
ξεσηκωμένο έθνος. Ο χειμώνας του 1941 σκότωσε στους δρόμους της Αθήνας
πάνω από 250 χιλιάδες ανθρώπους από την πείνα, εξαιτίας της δέσμευσης προμηθειών
από τον κατοχικό στρατό. Το ΕΑΜ συνέχισε και άπλωσε τη δράση του σε όλη την Ελλάδα, προχωρώντας επίσης στον ένοπλο πλέον αγώνα με τον
κλάδο του ΕΛΑΣ. Το Μάιο του 1942 ο Άρης Βελουχιώτης μαζί με άλλους εννέα συντρόφους
του έκανε την εμφάνισή του στη Δομνίστα της Ευρυτανίας και μίλησε για τον ένοπλο αγώνα που ξεκίνησε ο ΕΛΑΣ.
Παράλληλα με τον ένοπλο αγώνα του ΕΛΑΣ, το ΕΑΜ ξεκίνησε την προσπάθειά του για
δημιουργία κράτους (το οποίο στη μετέπειτα φρασεολογία της Αριστεράς έμεινε
γνωστό ως «Ελεύθερη Ελλάδα») σε περιοχές της υπαίθρου. Λίγους μόλις μήνες μετά,
μια νέα κατάσταση διαμορφώθηκε στην ελληνική ύπαιθρο. Καθιερώθηκε ένα είδος τοπικής αυτοδιοίκησης.
Άρχισε η λειτουργία των σχολείων, πατάχθηκαν οι ληστείες και οι ζωοκλοπές. Λειτούργησαν επίσης
και τα λαϊκά δικαστήρια, με
δικαιοδοσία να επιβάλλουν και την θανατική ποινή. Μια «Νέα Ελλάδα» σχηματίστηκε
πάνω στα βουνά. Το 1944 η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής
Απελευθέρωσης διοργάνωσε εκλογές στις οποίες πήραν μέρος πάνω από 1.000.000
άτομα, μεταξύ αυτών και γυναίκες και νέοι άνω των 18 ετών. Η δράση του ΕΑΜ στις
απελευθερωμένες περιοχές χαρακτηρίστηκε και από συγκρούσεις με άλλες
οργανώσεις, όπως η Εθνική και Κοινωνική Απελευθέρωση,
αλλά και με τον ΕΔΕΣ του στρατηγού Ζέρβα, με την κατ’ αυτούς αιτιολογία για τους μεν πρώτους ότι είχαν
κακοποιό δράση στην περιοχή που έλεγχε ο ΕΛΑΣ, για τους μεν δεύτερους ότι η
δράση τους ήταν προδοτική. (Σ.τ.ε.)
[10] Το Μέγαρο της οδού Μέρλιν 6, στο κέντρο της Αθήνας,
ολοκληρώνεται το 1938 κι από τότε μετρά επιτάξεις: από τους Γερμανούς
κατακτητές, το ΕΑΜ, τους Άγγλους αργότερα κ.ά. Στις 27 Απριλίου 1941 οι
Γερμανοί μπαίνουν στην Αθήνα και επιτάσσουν μέσα σε μία εβδομάδα μεγάλο μέρος
του. Στα δυο υπόγεια, που είχαν χρήση
αντιαεροπορικού καταφυγίου, έξι μέτρα κάτω από τη γη, η ναζιστική διοίκηση
(Κομαντατούρ) εγκαθιστά τα κρατητήριά της από το 1941 έως το 1944. Οι συμπαγείς
σιδερένιες πόρτες και τα διπλά σιδερένια παράθυρα στους φωταγωγούς «κρύβουν»
τις κραυγές των κρατουμένων. Τα καταφύγια επικοινωνούσαν με εσωτερικό
κλιμακοστάσιο και τα οξυγονοκολλημένα πορτόφυλλά του προδίδουν την εσκεμμένη
παρεμπόδιση της επικοινωνίας. Εκεί φυλακίστηκαν και υπέστησαν βασανιστήρια
πολλοί Έλληνες. Στους τοίχους των υπόγειων μπουντρουμιών οι κρατούμενοι άφησαν
τα σημάδια της φρίκης που έζησαν, με αιχμηρά αντικείμενα, ενίοτε και με τα ίδια
τους τα νύχια. (Σ.τ.ε.)
[11] Οι κρατούμενοι στο Χαϊδάρι ήταν υποχρεωμένοι να κάνουν
αγγαρείες σε καθημερινή βάση που σταδιακά αυξάνονταν και γίνονταν πιο σκληρές.
Ταυτόχρονα, αυξανόταν και η αγριότητα του διοικητή και των φαντάρων που
παρακολουθούσαν την εξέλιξη των εργασιών. Οι εργασίες σχετίζονταν με επισκευές,
καθαρισμούς και καλλωπισμό των κτηρίων του στρατοπέδου. Βέβαια, λίγες φορές οι
αγγαρείες είχαν λογικοφανή σκοπό. Ο Radomski (διοικητής του στρατοπέδου) και οι
άνδρες του υποχρέωναν τους κρατουμένους να σκάβουν λάκκους με τα χέρια και
έπειτα να τους ξαναγεμίζουν, η να σχηματίζουν σωρούς από μπάζα και έπειτα να τα
ξανασκορπίζουν. Ο κρατούμενος δημοσιογράφος Νίκος Ρανταμάνης αναφέρει:«Ο σκοπός του Radomski δεν ήταν να
εξωραΐσουμε το εσωτερικό του Χαϊδαρίου, αλλά να παιδευόμαστε άσκοπα για να
ικανοποιούμε τον σαδισμό του. "Ράβε, ξήλωνε, δουλειά να μη σου
λείπει". Π.χ. τον πελώριο λάκκο που γεμίσαμε με τα νύχια μας, τον
ξαναδειάσαμε και ξαναγεμίσαμε τρεις φορές. Ένα άλλο βουνό από πέτρες, που
έφταναν να χτίσεις δύο πολυκατοικίες, τις μεταφέραμε κάπου δέκα φορές από
σημείο σε σημείο. Στίβες από άμμο τις κουβαλούσαμε
με τις χούφτες πότε εδώ και πότε εκεί. Κάτι πεζούλια, που χτίσαμε από την
κεντρική είσοδο ως το 15, τη μία μέρα τα φτιάχναμε, την άλλη τα γκρεμίζαμε με
διαταγή του Radomski. Ο υποκόπανος των φρουρών και η νηστεία ξεθύμαιναν στις
πλάτες και τα στομάχια μας». Πηγή η ιστοσελίδα του Δήμου Χαϊδαρίου :
http://www.haidari.gr. (Σ.τ.ε.)
[12] Η πρώτη εκτέλεση στο
στρατόπεδο του Χαϊδαρίου έλαβε χώρα στις 7 Δεκεμβρίου 1943 το απόγευμα. To θύμα
ήταν ο Ισραηλίτης Λευή από τα Ιωάννινα
(έφεδρος υπολοχαγός του ελληνικού στρατού) ο οποίος εκτελέστηκε από τον ίδιο
τον Radomski (διοικητή του στρατοπέδου κατά τα έτη 1943-1944) με την αιτιολογία
ότι επιχείρησε να αποδράσει. Στόχος της δολοφονίας αυτής, καθώς και των υπόλοιπων
αγριοτήτων του ταγματάρχη Radomski, δεν ήταν τόσο να τιμωρήσει τον Λευή, όσο να
αποτρέψει τις αποδράσεις των κρατουμένων. Μετά τη δολοφονία του Λευή,
ακολούθησαν πολυάριθμες ομαδικές εκτελέσεις στο Χαϊδάρι. Αναφέρεται ότι
εκτελέστηκαν συνολικά 1.800 κρατούμενοι, ενώ 300 ακόμη θανατώθηκαν στις
ανακρίσεις στο αρχηγείο της Γκεστάπο στην οδό Μέρλιν στο κέντρο της Αθήνας και
στο Χαϊδάρι. Ανάμεσα σε αυτούς υπήρχαν τουλάχιστον 30 γυναίκες, 104 ανάπηροι
πολέμου, 190 φοιτητές και 40 μαθητές. Η πλέον μαζική εκτέλεση ήταν αυτή των 200
Ακροναυπλιωτών την 1η Μαΐου 1944 στην Καισαριανή. Πηγή η ιστοσελίδα του Δήμου Χαϊδαρίου :
http://www.haidari.gr. (Σ.τ.ε.)
[13] Βιβλίο που περιείχε ύμνους και προσευχές της Ορθόδοξης Εκκλησίας. (Σ.τ.ε.)
[14] Ο Ναπολέων Σουκατζίδης ήταν κομμουνιστής. Γεννήθηκε
στην Προύσα το 1909. Ο Σουκατζίδης ήρθε στην Ελλάδα, στην Κρήτη, με την
οικογένειά του, δεκατριάχρονο παιδί, αμέσως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Τελείωσε το σχολείο στο Ηράκλειο, έμαθε καλά γερμανικά, δούλεψε ως
εμποροϋπάλληλος και έγινε συνδικαλιστής. Με τη δικτατορία του Μεταξά συνελήφθη,
εξορίστηκε και κατόπιν κλείστηκε στην Ακροναυπλία. Μόλις μπήκαν οι Γερμανοί
στην Ελλάδα ο Σουκατζίδης, μαζί με τους περισσότερους Ακροναυπλιώτες,
παραδόθηκε στις αρχές Κατοχής. Οι ναζί τον έστειλαν στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου.
Έμαθαν ότι γνωρίζει γερμανικά και τον επιστράτευσαν για να κάνει τον διερμηνέα.
Ο Ναπολέων το δέχτηκε για να διευκολύνει, όσο περνούσε απ΄ το χέρι του, τους
συντρόφους του. (Σ.τ.σ.)
[15] Πρόκειται για φυλακές που βρίσκονταν στο Ναύπλιο. Στις
16 Φλεβάρη του 1937 το καθεστώς του
Μεταξά ίδρυσε τις «Κομμουνιστικές Φυλακές Ακροναυπλίας» και «άνοιξε» την
λειτουργία τους με ομάδα κρατουμένων από τον Πειραιά. Εκεί η Ασφάλεια έστελνε
αυτούς που θεωρούσε στελέχη του κομμουνιστικού κινήματος, τους «επικίνδυνους
κομμουνιστάς», αλλά και όσους θεωρούσε ως «υπόπτους αποδράσεως» από άλλες
φυλακές. (Σ.τ.ε.)
[16] Η Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων (Ε.Π.Ο.Ν.) υπήρξε
κατά τη διάρκεια της Κατοχής η πιο μαζική αντιστασιακή οργάνωση νέων. Ιδρύθηκε
στην Αθήνα στις 23 Φεβρουαρίου 1943 σε μυστική σύσκεψη αντιπροσώπων νεανικών
οργανώσεων της εποχής. Στην ίδρυσή της συμμετείχαν οι πολιτικές οργανώσεις:
Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο Νέων (ΕΑΜΝ), Ομοσπονδία Κομμουνιστικών Νεολαιών
Ελλάδος (ΟΚΝΕ), Σοσιαλιστική Επαναστατική Πρωτοπορία Ελλάδος (ΣΕΠΕ), Αγροτική
Νεολαία Ελλάδος, Λαϊκή Επαναστατική Νεολαία, οι αντιστασιακές οργανώσεις της
Αθήνας: Λεύτερη Νέα, Φιλική Εταιρεία Νέων και Ενιαία Εθνικοαπελευθερωτική
Νεολαία, οι αντιστασιακές οργανώσεις της επαρχίας: Ένωση Νέων Αγωνιστών
Ρούμελης και Θεσσαλικός Ιερός Λόχος και η οργάνωση μαθητών Ενιαία Μαθητική
Νεολαία. (Σ.τ.ε.)
[17] Ο Ιωάννης Δ.
Ράλλης (1878-1946) ήταν έλληνας πολιτικός και πρωθυπουργός κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής από τις 7 Απριλίου του 1943 μέχρι τις 12 Οκτωβρίου του 1944. Επί ημερών του οργανώθηκαν τα Τάγματα Ασφαλείας σε συνεργασία με το
γερμανικό στρατό κατοχής, για την άμυνα της υπαίθρου και αντιμετώπιση ενόπλων κομμουνιστών του
ΕΑΜ και των άλλων αντιστασιακών ομάδων. Όποιος ανήκε στα Τάγματα Ασφαλείας
ονομαζόταν «Ράλλης». (Σ.τ.ε.)
[18] Ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός κατά τη διάρκεια της
κατοχής παρέχει νοσηλευτική φροντίδα,
στελεχώνει νοσοκομειακές μονάδες για περίθαλψη τραυματιών, οργανώνει συσσίτια
και διανέμει κουβέρτες και είδη ρουχισμού. (Σ.τ.ε.)
[19] Με τη διοίκηση στα χέρια των S.S., μια νέα, σαφώς
σκληρότερη φάση ξεκινούσε για τους κρατουμένους στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου.
Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια που ο νέος στρατοπεδάρχης (ο ταγματάρχης Paul Radomski) απηύθυνε
στους κρατουμένους στο πρώτο του προσκλητήριο με τη βοήθεια του διερμηνέα
Δημήτρη Τουλούπα: «Είμαι ο ταγματάρχης
Radomski. Από σήμερα αναλαμβάνω τη διοίκηση του στρατοπέδου. Θέλω απόλυτη τάξη,
πειθαρχία και ησυχία. Κάθε παράβαση, κάθε αταξία θα τιμωρείται αμείλικτα, ακόμα
και με τα όπλα. Κάθε διαταγή μου θα εκτελείται αμέσως και με ακρίβεια και χωρίς
καμία αντιλογία. Από τώρα και πέρα το στρατόπεδο θα είναι τόπος εργασίας.
Εργάσιμες ώρες ορίζω από τις 8 ως τις 12 το πρωί και από τη 1 ως τις 5 το
απόγευμα κάθε μέρα. Τις Κυριακές θα γίνεται καθαριότητα στους θαλάμους και
ψυχαγωγία στο προαύλιο». Ο σκληρός Paul Radomski μετέτρεψε το στρατόπεδο
του Χαϊδαρίου σε ένα τεράστιο εργοτάξιο, όπου κανείς δεν μπορούσε να σταματήσει
να δουλεύει, ούτε καν για να πάρει ανάσα. Επιπλέον, κάποιοι από τους
κρατουμένους χρησιμοποιούνταν σε εξωτερικές εργασίες, π.χ. σε αγγαρείες στα
γραφεία των S.S. στην οδό Μέρλιν, στις βομβόπληκτες περιοχές του Πειραιά, στο
Φάληρο και τον Σκαραμαγκά. Αυτοί, βέβαια, θεωρούνταν σχετικά τυχεροί, καθώς
είχαν την ευκαιρία να βγουν για λίγο από το στρατόπεδο, να δουν άλλους
ανθρώπους έστω και από μακριά, να μάθουν κάποια νέα. Η έντονη σωματική
καταπόνηση σε συνδυασμό με τα πενιχρά γεύματα που προσφέρονταν, οδηγούσαν
σταδιακά τους κρατουμένους στην πλήρη αποδυνάμωση και την ασθένεια. Ο
Radomski ήταν γύρω στα πενήντα. Καταγόταν από την Πρωσία και είχε έρθει στην
Αθήνα κατευθείαν από το μέτωπο του Κιέβου. Ήταν
διοικητής του στρατοπέδου συγκέντρωσης Syretsky (υποστρατοπέδου του
Ζαξενχάουζεν) το 1942, όπου και εφάρμοσε ιδιαίτερα βάρβαρες μεθόδους για την
εξόντωση ανθρώπων. Αντικαταστάθηκε όταν σκότωσε έναν από τους βοηθούς του, υπό
την επήρεια αλκοόλ, τον Φεβρουάριο του
1944. (Σ.τ.ε.)
[20] Στα τέλη Φεβρουαρίου του 1944 ο διοικητής του
στρατοπέδου Χαϊδαρίου Radomski αντικαταστάθηκε από τον Karl Fischer, ο οποίος
συνέχισε την άγρια πολιτική των S.S. με τελείως διαφορετικό τρόπο από τον
προκάτοχό του. Αντικατέστησε τη βαναυσότητα και τη θηριωδία του Radomski με την
εσωτερική κατασκοπεία και τον χαφιεδισμό, ώστε να ελέγχει αποτελεσματικότερα το
στρατόπεδο. Επί Fischer πραγματοποιήθηκαν οι πιο πολλές και πιο μαζικές
εκτελέσεις από την ίδρυση του στρατοπέδου. Πολλοί από τους αιχμαλώτους του
στρατοπέδου προωθήθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης της Γερμανίας για
αναγκαστική εργασία στα εργοστάσια των στρατοπέδων Πηγή η ιστοσελίδα του Δήμου
Χαϊδαρίου : http://www.haidari.gr. (Σ.τ.ε.)
[21] Εννοούσε ότι πήγαινα και ενίσχυα την αντάρτικη ομάδα
του 5/42 που ήταν στο Φρούριο της Αμφισσας. (Σ.τ.σ.)
[22] Ο Θεμιστοκλής
Σοφούλης (1860-1949)
ήταν έλληνας αρχαιολόγος και διαπρεπής πολιτικός, ο οποίος χρημάτισε
πρωθυπουργός της χώρας για ένα σύντομο διάστημα κατά την δεκαετία του 1920 καθώς και το
1945-1949, την περίοδο του Εμφυλίου πολέμου. Κατά την διάρκεια της γερμανικής κατοχής, ο Σοφούλης παρέμεινε στην Αθήνα
και συμμετείχε σε δεξιά αντιστασιακή οργάνωση η οποία είχε επαφές με το
συμμαχικό στρατηγείο της Μέσης Ανατολής. Οι κατοχικές Αρχές τον συνέλαβαν στις 19 Μαΐου του 1944 με την κατηγορία της αντιστασιακής δράσης και τον φυλάκισαν
στο Χαϊδάρι μέχρι το τέλος της Κατοχής. (Σ.τ.ε.)
[23] «Η πρώτη φάση
του μαρτυρίου για τους κολασμένους των στρατοπέδων συγκέντρωσης άρχιζε από την
ώρα που επιβιβάζονται στα βαγόνια των τρένων για να μεταφερθούν από τις χώρες
σύλληψής τους στον προορισμό τους. Τα βαγόνια αυτά προορισμένα για μεταφορά
ζώων, γέμιζαν τόσο απάνθρωπα ώστε να μην υπάρχει αρκετός χώρος ούτε να σταθούν
οι άνθρωποι όρθιοι. Τα βαγόνια πριν ξεκινήσουν σφραγίζονταν έτσι ώστε να γίνει
αδύνατη οποιαδήποτε απόπειρα εξόδου από αυτά. Σε όλο το διάστημα του ταξιδιού,
οκτώ-δέκα ημέρες, οι επιβάτες έπρεπε να κάνουν τα πάντα μέσα σ’ αυτό το χώρο,
να ξεχωρίσουν μια γωνία για όλες τις φυσικές τους ανάγκες», Rudolf Hoess,
Αυτοβιογραφία – Η ζωή και η δράση του στο Νταχάου, στο Ζαξεχάουζεν και στο
Άουσβιτς, σελ. 11. (Σ.τ.ε.)